-
1 ἕρμα
A prop, support: in pl., of the props used to keep ships upright when hauled ashore,νῆα..ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν Il.1.486
, cf. 2.154: metaph., of men, ἕ. πόληος prop or stay of the city, 16.549, Od.23.121, Epigr.Gr. 452.11 ([place name] Syria); τοῦτο..οἷον ἕ. πόλεως κείσθω as a foundation for the city, Pl.Lg. 737b;ὥσπερ ἕ. τῆς πολιτείας βέβαιον Plu.2.814c
;ἕ. ἐχέγγυον [ἑταιρίας] D.C.Fr.40.15
;ὥσπερ ἕρματος ἀεὶ δεόμενοι τῆς τροφῆς Gal.19.208
.2 sunken rock, reef, Alc.Supp.26.6, Hdt.7.183, Th. 7.25, E.Hel. 854;ἄσημα ἕ. Anacr.38
;ἄφαντον ἕ. A.Ag. 1007
(lyr.), cf.Eu. 564 (lyr.);ἕ. ὕφαλα D.H.1.52
; ἕ. γῆς ἁπαλόν a soft bank of mud, App.BC5.101.3 cairn, barrow,πρὸς ἕρμα τυμβόχωστον..τάφου S.Ant. 848
(lyr., nisi leg. ἕργμα); Ἑρμᾶν ἀφετήριον ἕρμα starting-post, AP9.319 (Philox.); ἕρματα τῶν θεμελίων ruins of the foundations, D.S.5.70.4 that which keeps a ship steady, ballast, Plu.2.782b; of stones with which cranes and bees were supposed to steady themselves in their flight, Arist.HA 597b1, 626b25;μετὰ τῶν γεράνων ἀναχωρῶ πάλιν, ἀνθ' ἕρματος πολλὰς καταπεπωκὼς δίκας Ar.Av. 1429
: metaph.,τῆς ψυχῆς ἐχούσης ἕ. Chrysipp.Stoic.2.299
;τὸ ἀπὸ τῆς φρονήσεως ἕ. Socr.
ap. Stob.3.3.61;οἷον ἕ. τὴν τῶν γερόντων ἀρχὴν θεμένη Plu.Lyc.5
;οὔτε τι ἕ. ἐν τῇ ψυχῇ ἔχει D.C.46.3
; also λαβοῦσα ἕ. Δῖον having conceived by Zeus, A.Supp. 580 (lyr.); so perh. μελαινέων ἕρμ' ὀδυνάων freight of dark pains, Il.4.117 (athetized by Aristarch.).
См. также в других словарях:
έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… … Dictionary of Greek