Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἕρκτωρ

См. также в других словарях:

  • έρκτωρ — ἕρκτωρ, ὁ (Α) αυτός που πράττει κάτι («ἕρκτορες κακών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ῥέκτωρ (< ῥέζω «πράττω, κατορθώνω») με μετάθεση τών ρ και ε] …   Dictionary of Greek

  • ἕρκτωρ — a doer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρκτορες — ἕρκτωρ a doer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρδω — ἔρδω (Α) 1. ενεργώ, εκτελώ (α. ἔρξον, ὅπως ἐθέλεις, Ομ. Ιλ. β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», Ομ. Οδ.) 2. θυσιάζω (α. «κατά βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», Ομ. Ιλ. β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < (F)έρδω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»