-
1 εμεναι
-
2 αγονος
21) нерожденныйαἴθ΄ ὄφελες ἄ. ἔμεναι! Hom. — о, если бы тебе не родиться на свет!;
ἄγονον Ἀπόλλων μ΄ ἐθέσπισε … Eur. — еще до моего рождения Аполлон предсказал, что я …2) не рождающий, бесплодный(γένος Eur.; χώρα Plut.)
ἥ γῆ θηρίων ἀγρίων ἄ. Plat. — страна, в которой не водятся дикие звери;ἄγονον νάματος χωρίον Plut. — безводная местность -
3 λωβη
дор. λώβα ἥ1) оскорбление, бесчестие(λώβην λωβᾶσθαί τινα Hom.)
λώβην ἀποδοῦναι и τῖσαι Hom. — поплатиться за нанесение обиды2) позор3) мучение, истязание(παντοδαπὰς λώβας λωβηθείς Plat.)
4) обезображение, увечье Her., Soph.5) гибель, крушение(λ. καὴ διαφθορά Plat.)
6) перен. ослепление, безумие7) перен. бич, язва, проклятиеποιητῶν λῶβαι Anth. ирон. — (о грамматиках) проклятие поэтов
См. также в других словарях:
ἔμεναι — εἰμί sum pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕμεναι — ἵημι Ja c io aor part mid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμεν' — ἔμεναι , εἰμί sum pres inf act (epic) ἔμενε , μένω stay imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ARIADNE vel ARIADNA Minois — ARIADNE, vel ARIADNA Minois Cretensium Regis, ex Pasiphae silia, Theseum, cuius amore detinebatur, per silum e Labyrintho extricavit, eumque redeuntem in patriam usque ad Naxum insul. insecuta est; quô locô a persido Theseo relicta, ac lugens,… … Hofmann J. Lexicon universale
έμεν — ἔμεν και ἔμεναι (Α) (απρμφ.) εἶναι … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
επόψιος — ἐπόψιος, ον και ος, α, ον (Α) [έποψη] 1. ορατός, φανερός 2. περίφημος 3. αξιοκαταφρόνητος («οὕτω λώβην τ’ ἔμεναι καὶ ἐπόψιον ἄλλων», Ομ. Ιλ.). 4. (για θεούς) επόπτης («θεοὶ τ’ ἐπόψιοι, τίσασθε», Σοφ.) … Dictionary of Greek
κήδιστος — κήδιστος, ίστη, όν (Α) 1. ο άξιος μεγάλης φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ ἔμεναι καὶ φίλτατοι», Ομ. Ιλ.) 2. αγαπημένος, προσφιλής («ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν», Ομ. Ιλ.) 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κήδιστοι οι πλησιέστατοι συγγενείς εξ… … Dictionary of Greek
λαβραγόρης — λαβραγόρης, ου, ὁ (Α) ακράτητος στα λόγια, φλύαρος, απερίσκεπτος, θρασύς («οὐδὲ τί σε χρὴ λαβραγόρην ἔμεναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + αγόρης (< ἀγοράομαι «μιλώ»), πρβλ. υμν αγόρης, χρησμ αγόρης] … Dictionary of Greek
λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
μάλα — (Α μάλα) επίρρ. νεοελλ. (ενάρθρως) τα μάλα πάρα πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό αρχ. 1. σε μεγάλο βαθμό, πολύ (α. «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῡσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη», Ομ. Οδ. β. «μάλ εὖ ἄμουσοι», Πλάτ. γ. «θώματα δὲ γῆ ἡ Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ … Dictionary of Greek