-
1 γονος
ὅ редко ἥ1) рождение, произведение на светγόνῳ Lys. и γόνῳ γεγονώς Dem. — по рождению, природный, кровный;
γόνῳ κτίσαι τινά Aesch. — произвести на свет кого-л.2) семенная жидкость, семя(σπέρμα καὴ γ. Plat.; τὸν γόνον ἐξουρεῖν Arst.)
3) отпрыск, дитя(Διός Hom.; Πηλέως Soph.)
4) собир. потомство, дети(νεώτατος γόνοιο Hom.; φιτύειν γόνον Aesch.)
ἄπαις ἔρσενος γόνου Her. — не имеющий мужского потомства5) собир. детеныши(οἰῶν Hom.)
6) ( у животных) яички(τῶν μελιττῶν Arst.; κανθάρου Plut.) или икра (ἰχθύων Arst.)
7) родословная(γόνον τινὸς ἐξαγορεύειν Hom.)
8) биол. пол(ἔρσην γ. Her.)
9) произведение, плод(ἀμπέλου Anacr.)
γ. πλουτόχθων Aesch. — богатства земных недр -
2 γόνος
-
3 γονός
ο род, происхождение -
4 γόνος
[гонос] ουσ. а. потомок, отпрыскΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γόνος
-
5 γόνος
[гонос] ουσ α потомок, отпрыск. -
6 τελειογονος
I.2производящий на свет зрелый плод Arst.II.2рождающийся доношенным Arst. -
7 αγονος
21) нерожденныйαἴθ΄ ὄφελες ἄ. ἔμεναι! Hom. — о, если бы тебе не родиться на свет!;
ἄγονον Ἀπόλλων μ΄ ἐθέσπισε … Eur. — еще до моего рождения Аполлон предсказал, что я …2) не рождающий, бесплодный(γένος Eur.; χώρα Plut.)
ἥ γῆ θηρίων ἀγρίων ἄ. Plat. — страна, в которой не водятся дикие звери;ἄγονον νάματος χωρίον Plut. — безводная местность -
8 ανδρογονος
-
9 απογονος
I2ведущий свой род, происходящий, порожденный(τινος Her., Luc.)
IIὅ и ἥ потомок Her., Soph., Thuc., Xen. -
10 αριστογονος
-
11 αρρενογονος
-
12 αρτιγονος
-
13 αρχαιογονος
21) старинного происхождения, древний(Ἐρεχθεΐδαι Soph.)
2) изначальный, первичный(ἀ. καὴ πρώτη αἰτία Arst.)
-
14 αρχεγονος
21) первоначальный, первичный(χυμὸς ἐν δένδροις Arst.)
2) служащий первоисточником(τῆς τῶν ζῴων φύσεως Diod.)
-
15 αυτοτελεστος
-
16 δακρυογονος
-
17 διγονος
21) дважды рожденный ( эпитет Вакха) Anth.2) двойной(μάσθλης Soph.)
δίγονα σώματα Eur. — два (мертвых) тела -
18 δρυογονος
-
19 εγγονος
-
20 εκγονος
ἔκγονοι παῖδές τ΄ ἐκγόνων Plat. — потомки и дети потомков
См. также в других словарях:
γόνος — that which is begotten masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… … Dictionary of Greek
γόνος — ο 1. το παιδί, το τέκνο, ο απόγονος: Είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. 2. τα αβγά των ψαριών και τα νεαρά ψαράκια. 3. η γύρη των λουλουδιών. 4. το σπέρμα, ο σπόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γονός — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… … Dictionary of Greek
γόνω — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc/acc dual γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνε — γόνος that which is begotten masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνοι — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνοιο — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνοις — γόνος that which is begotten masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνον — γόνος that which is begotten masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνου — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)