Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἕλκωμα

См. также в других словарях:

  • ἕλκωμα — sore neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλκωμα — το (AM ἕλκωμα) νεοελλ. τραύμα που έγινε έλκος αρχ. μσν. 1. πληγή 2. τμήμα τού κορμού δέντρου χαραγμένο για συγκέντρωση ρητίνης …   Dictionary of Greek

  • έλκωμα — το, ατος τραύμα που κατάντησε έλκος, πληγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑλκωμάτων — ἕλκωμα sore neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλκώμασιν — ἕλκωμα sore neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλκώματα — ἕλκωμα sore neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • RESINA — ut eliciatur, τὴν πέυκην, i. e. piceam, in cortice vulnerari et corticem ipsum auferri, ait Theophrastus; quô factô ςυῤῥεῖ εἰς τὸ ἕλκωμα τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης, confluit in vulneus abundantior humiditas: at in abiete et pinu lignum etiam ipsum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έκθλιμμα — ἔκθλιμμα, το (Α) έλκωμα δερματικό που οφείλεται σε έκθλιψη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»