Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἑλκήεις

См. также в других словарях:

  • ελκήεις — ἑλκήεις, εσσα, εν (Α) ο γεμάτος έλκη …   Dictionary of Greek

  • ἑλκήεντα — ἑλκήεις full of ulcers neut nom/voc/acc pl ἑλκήεις full of ulcers masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»