Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἕλκη

См. также в других словарях:

  • ἕλκη — ἕλκος wound neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἕλκος wound neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑλκέω drag about pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἑλκέω drag about imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλκῃ — ἕλκω sulcus pres subj mp 2nd sg ἕλκω sulcus pres ind mp 2nd sg ἕλκω sulcus pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλκηι — ἕλκῃ , ἕλκω sulcus pres subj mp 2nd sg ἕλκῃ , ἕλκω sulcus pres ind mp 2nd sg ἕλκῃ , ἕλκω sulcus pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελκώδης — ες (AM ἑλκώδης, ες) 1. αυτός που μοιάζει με έλκος, που εμφανίζει συμπτώματα έλκους («ελκώδης πληγή», «ἑλκώδης χρώς») 2. γεμάτος έλκη («ἑλκώδεις κνῆμαι») νεοελλ. φρ. «ελκώδες έντερο» η μοίρα τού λεπτού εντέρου μεταξύ πέρατος τού δωδεκαδακτύλου και …   Dictionary of Greek

  • ερπυστικός — ή, ό (ΑΜ ἑρπυστικός, ή, όν) [ερπύζω] (εσφ. γρφ. ερπηστικός) 1. αυτός που έχει την τάση (και την ικανότητα) να έρπει («ερπυστικά ζώα», «ερπυστικά φυτά») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών ερπετών 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑρπυστικά (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… …   Dictionary of Greek

  • φαγέδαινα — η (ιατρ.), διαβρωτική των σαρκών αρρώστια με έλκη, καθώς και τα έλκη τέτοιου είδους (καρκινωτικά, αφροδίσια κτλ.), η φάγουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • ακτινικός — Αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ακτίνα. (Αστρον.) Α. κίνησηα. ταχύτητα. Η προβολή της ταχύτητας ενός ουράνιου σώματος πάνω στην ευθεία που ενώνει το σώμα με τον παρατηρητή, δηλαδή την οπτική ακτίνα. Η α. ταχύτητα προσδιορίζεται με τη μέτρηση… …   Dictionary of Greek

  • ανέλκωτος — ἀνέλκωτος, ον (Α) ο χωρίς έλκη …   Dictionary of Greek

  • ανελκής — ἀνελκής, ές (Α) εκείνος που δεν έχει έλκη, πληγές …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»