Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἔχρῑσα

См. также в других словарях:

  • ἔχρισα — ἔχρῑσα , χρίω touch the surface of a body slightly aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρίζω — έχρισα, χρίστηκα, χρισμένος 1. επαλείφω. 2. ανακηρύσσω κάποιον επίσημα: Χρίστηκε υποψήφιος του κόμματος αυτού στην πρώτη περιφέρεια Αθηνών. 3. ασβεστώνω, ασπρίζω: Θα χρίσουμε απέξω όλο το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρίζω — χρίζω, έχρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»