Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔχρᾰ(Ϝ)ον

См. также в других словарях:

  • ἔχρα — ἔχρᾱ , χράω 1 fall upon imperf ind act 3rd sg ἔχρᾱ , χραύω scrape imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχράνατ' — ἐχρά̱νατο , χραίνω touch slightly aor ind mid 3rd sg (epic doric aeolic) ἐχρά̱νατε , χραίνω touch slightly aor ind act 2nd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχρας — ἔχρᾱς , χράω 1 fall upon imperf ind act 2nd sg ἔχρᾱς , χραύω scrape imperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχραναν — ἔχρᾱναν , χραίνω touch slightly aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχρανε — ἔχρᾱνε , χραίνω touch slightly aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχρανεν — ἔχρᾱνεν , χραίνω touch slightly aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαχρηής — ζαχρηής, ὲς (Α) 1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («μένος Βορέαο καὶ ἄλλων ζαχρηῶν ἀνέμων», Ομ. Ιλ.) 2. (για πολεμιστές) ανδρείος, ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζαχρηής είναι σύνθετη με α σύνθ. ζα (=δια ) και β σύνθ. χρηής, συνδεόμενο πιθ. με αόρ. έχρα(F)ον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»