-
1 εχθρη
-
2 εχθρα
ион. ἔχθρη ἥ тж. pl. ненависть, вражда, неприязнь(τινός Thuc., Arph., εἴς Her., NT. и πρός τινα Aesch., Thuc., Dem., Arst., NT.)
ἔχθραν ἔχειν πρός τινα Dem. — ненавидеть кого-л.;εἰς ἔχθραν ἐλθεῖν τινι Dem., καθίστασθαί τινι Plat., δι΄ ἔχθρας γενέσθαι τινί Arph., μολεῖν или ἀφικέσθαι τινί Eur. — ощутить ненависть, проникнуться враждою к кому-л.;κατ΄ ἔχθραν Aesch., Arph. и πρὸς ἔχθραν Dem. — из ненависти; -
3 προοφειλω
стяж. προὐφείλω ранее быть должным, задолжатьὁ προοφειλόμενος φόρος Her. — податная задолженность, недоимки;
εὐεργεσία προὐφειλομένη Thuc. — ранее оказанная (и еще не вознагражденная) услуга;ἥ ἔχθρη ἥ προοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων Her. — давнишняя вражда эгинцев к афинянам;μέγα τι προὐφείλεσθαί τινι Dem. — иметь с кем-л. большие счеты (за старую обиду) -
4 προσοφειλω
1) сверх того быть должным, оставаться в долгу, задолжать(ἔτι πολλά Thuc.; διηκόσια τάλαντα Plut.; τινί τι NT.; ὅ προσοφειλόμενος μισθός Thuc.)
ἥ ἔχθρη ἥ προσοφειλομένη ἔς τινα Her. — застарелая вражда к кому-л.;χάριτάς τινι π. Xen. — питать благодарность к кому-л.2) отставать(πολύ τι Polyb.)
См. также в других словарях:
εχθρή — ἐχθρή και ὀκουθρή, ἡ (Μ) (θηλ. τού εχθρός) η εχθρά … Dictionary of Greek
ἔχθρη — ἔχθρα hatred fem nom/voc sg (epic ionic) ἔχθρη hatred fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχθρῃ — ἔχθρα hatred fem dat sg (epic ionic) ἔχθρη hatred fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθρῇ — ἐχθρός hated fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθρή — ἐχθρός hated fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχθρ' — ἔχθραι , ἔχθρα hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρα hatred fem dat sg (attic doric aeolic) ἔχθραι , ἔχθρη hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρη hatred fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχθρα — ἔχθρᾱ , ἔχθρα hatred fem nom/voc/acc dual ἔχθρᾱ , ἔχθρα hatred fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἔχθρᾱ , ἔχθρη hatred fem nom/voc/acc dual ἔχθρᾱ , ἔχθρη hatred fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχθραι — ἔχθρα hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρα hatred fem dat sg (attic doric aeolic) ἔχθρη hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρη hatred fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχθρας — ἔχθρᾱς , ἔχθρα hatred fem acc pl ἔχθρᾱς , ἔχθρα hatred fem gen sg (attic doric aeolic) ἔχθρᾱς , ἔχθρη hatred fem acc pl ἔχθρᾱς , ἔχθρη hatred fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχθρᾳ — ἔχθραι , ἔχθρα hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρα hatred fem dat sg (attic doric aeolic) ἔχθραι , ἔχθρη hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρη hatred fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχθρα — η και έχτρα και έχθρητα και όχτρητα (ΑΜ ἔχθρα, Α ιων. τ. ἔχθρη) [εχθρός] εχθρική διάθεση, εχθρότητα, απέχθεια, αποστροφή, μίσος («ἀρχὴν τῆς ἔχθρης τῆς ἐς τοὺς Ἕλληνας», Ηρόδ.) αρχ. παροιμ. «Ἐμπεδοκλέους ἔχθρα» άσβεστο μίσος … Dictionary of Greek