Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔφριξε

См. также в других словарях:

  • ἔφριξε — ἔφρῑξε , φρίσσω to be rough aor ind act 3rd sg φρίζω aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… …   Dictionary of Greek

  • φρίττω — έφριξα 1. αμτβ., αισθάνομαι φρικίαση, με πιάνει ρίγος (από πυρετό, φόβο, συγκίνηση), φρικιάζω, ανατριχιάζω. 2. αισθάνομαι φρίκη, αηδιάζω, εκπλήσσομαι με αποτροπιασμό ή φόβο, σηκώνεται το πετσί μου: Έφριξε σαν τ άκουσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔφριξ' — ἔφρῑξα , φρίσσω to be rough aor ind act 1st sg ἔφρῑξε , φρίσσω to be rough aor ind act 3rd sg ἔφριξα , φρίζω aor ind act 1st sg ἔφριξο , φρίζω plup ind mp 2nd sg ἔφριξο , φρίζω perf imperat mp 2nd sg ἔφριξε , φρίζω aor ind act 3rd sg ἔφριξαι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»