-
1 έφλυσε
-
2 ἔφλυσε
-
3 φλύω
A boil over, bubble up: hence, burst out, ἐν τῇσι φλυζούσῃσι αἱμορραγίῃσι (Foes for σφύζουσι αἱμορραγέσι) Hp.Epid.2.3.14, cf. Hsch., Suid.; φλύω expld. by πολυκαρπέω, Ael.VH3.41.II metaph., overflow with words, babble,μάτην φλύσαι A.Pr. 504
;γράμματα ἐπ' ἀσπίδος φλύοντα Id.Th. 661
: c.acc. cogn.,φήμην στυγερὴν ἔφλῠσεν AP7.351
(Diosc.); ἔφλῠσε v.l. for ἔβλυσε, ib. 352 (Mel.(?));μανίης ὕπο μυρία φλύζειν Nic.Al. 214
; φλύοντ' ἀνθηρῇ σὺν κακοδαιμονίῃ prob. in Alex.Aet.5.8:—[voice] Med. or [voice] Pass., φλύεται, = ὑγραίνεται, Hp. ap.Gal.19.152.
См. также в других словарях:
ἔφλυσε — φλύω boil over aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)