-
1 στορέννῡμι
στορέννῡμι (sterno, stravi), Sp. verkürzt στόρνυμι, und durch Buchstabenumstellung στρώννυμι (s. diese unten besonders), fut. στορέσω, att. στορῶ (παραστορῶ Ar. Equitt. 484), aor. ἐστόρεσα, auch στρώσω u. ἔστρωσα, perf. pass. gew. ἔστρωμαι, aor. pass. ἐστορέσϑην u. häufiger ἐστρώϑην, Hesych. führt auch ἐστορήϑην an; – breiten, auseinander-, hinbreiten; bes. λέχος στορέσαι, das Lager hinbreiten, bereiten, Il. 9, 621. 660; vgl. δέμνι' ὑπ' αἰϑούσῃ ϑέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ πορφύρε' ἐμβαλέειν στορέσαι τ' ἐφύπερϑε τάπητας, 24, 644 ff; δέμνια στόρεσαν, Od. 4, 301; auch ῥῆγος, βοέην u. ä., 13, 73. 20, 2; κλίνην ἔστρωσαν, Her. 6, 139; – ἀνϑρακιἡν στορέσας, den Kohlenhaufen auseinanderbreiten, Il. 9, 213; auch πόντον, das Meer glatt machen, nach dem Sturme besänftigen, daß es nicht mehr Wellen schlägt, Od. 3, 158, wie τὸ κῦμα ἔστρωτο Her. 7, 193; ἁλκυόνες στορεσεῦντι τὰ κύματα, Theocr. 7, 57; τὸ κῦμα ἐστορέσϑη D. C. 39, 42. – Dah. übertr., τὴν δ' ἀτέραμνον στορέσας ὀργήν, den Zorn mildernd, ablegend, Aesch. Prom. 190; στορέσαι τὸ φρόνημά τινος, Jemandes Hochmuth demüthigen, dämpfen, Thuc. 6, 18; auch τὴν δύναμιν, hinstrecken, Epigr. bei Lycurg. 109; und ὁδόν, den Weg ebenen, bahnen, mit Steinen belegen, pflastern, D. C. 67, 14; ἐστρωμένη ὁδός, Her. 2, 138. – Intrans., sich hinstrecken, hinlegen, Anacr. 30, 3; vgl. Wagner Alciphr. 1, 1; so erkl. man fälschlich Od. 19, 598, σὺ δὲ λέξεο τῷδ' ἐνὶ οἴκῳ, ἢ χαμάδις στορέσας, ἤ τοι κατὰ δέμνια ϑέντων, wo λέχος zu ergänzen, vgl. 20, 2.
См. также в других словарях:
ἔστρωσα — στόρεννυμι aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρώνω — έστρωσα, στρώθηκα, στρωμένος 1. μτβ., καλύπτω επιφάνεια: Έστρωσε το κρεβάτι με καθαρά σεντόνια. – Όλα ήταν στρωμένα με χιόνι. 2. αμτβ., έχω καλή εφαρμογή: Έστρωσε καλά πάνω σου το φόρεμα. 3. πάω κανονικά, προσαρμόζομαι: Με τον καιρό θα στρωθεί η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
εμπρός — Τίτλος ημερήσιας αθηναϊκής εφημερίδας, που ιδρύθηκε το 1896 από τον Δημήτριο Καλαποθάκη. Στην εφημερίδα συνεργάστηκε ο Κωστής Παλαμάς, υπογράφοντας με το λατινικό γράμμα W, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, που έγραψε χρονογράφημα με το ψευδώνυμο Διαβάτης,… … Dictionary of Greek
στρώνω — στρώνω, έστρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής