Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἔστρωμαι

См. также в других словарях:

  • ἔστρωμαι — στόρεννυμι perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»