-
1 έσταξα
-
2 ἔσταξα
-
3 στάζω
A , [dialect] Aeol. [ per.] 3pl.στάξοισι Pi.P.9.63
, [dialect] Dor. [ per.] 1pl.σταξεῦμες Theoc.18.46
: [tense] aor. , [dialect] Ep.στάξα Il.19.39
, Pi.N.10.82:—[voice] Pass., ([etym.] ἐν-) Dsc.2.179: [tense] aor. 1 ἐστάχθην ([etym.] ἐπ-) Hp.Ulc.21: [tense] aor. 2 ἐστάγην ([etym.] ἐπ-, ἐν-) Dsc.1.19, 2.35:I c. acc. rei, drop, let fall or shed drop by drop, [Θέτις] Πατρόκλῳ.. νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν Il.19.39
, cf. 348, 354;σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ στάξεν Pi.N.10.81
;ἐξ ὀμμάτων σ. αἷμα A. Ch. 1058
;ἱδρῶτα σώματος ἄπο E.Ba. 620
(troch.), cf. Tr. 1199; (lyr.);ὕδωρ σ. πέτρα Id.Hipp. 122
(lyr.); esp. of tears,σ. δάκρυ Id.IA 1466
;ἀπ' ὀμμάτων ἔσταξα πηγάς Id.HF 1355
; and metaph.,κατ' ὀμμάτων σ. πόθον Id.Hipp. 526
(lyr.);μυριάδας χαρίτων AP5.12
(Phld.);ἵμερον ἐξ ὀμμάτων Callistr.Stat.14
.2 c. dat. rei, αἵματι στάζοντα χεῖρας having one's hands dripping with blood, A. Eu.42;κάρα στάζων ἱδρῶτι S.Aj.10
;ἀφρῷ γένειον E.IT 308
: also without acc., the part affected being in the nom., (anap.);χέρ' αἵματι στάζουσαν Id.Ba. 1163
(lyr.): rarely c. gen.,χεὶρ στάζει θυηλῆς εος S.El. 1423
.3 abs., leak,τῶν νεωρίων ἐπεσκευάσθαι τὰ στάζοντα Aen.Tact.11.3
.II fall in drops, drip, trickle, ὕδωρ ς. Hdt.6.74;στάζει.. φοίνιον τόδ'.. αἷμα S.Ph. 783
: metaph.,σ. δ' ἐν ὕπνῳ πρὸ καρδίας.. πόνος A.Ag. 179
(lyr.);ψόφος σ. δι' ὤτων E.Rh. 566
; (lyr.): c. gen., ὀπὸν στάζοντα τομῆς dripping from the cut, S.Fr. 534 (anap.);αἷμα ἐξ ἄκρου ἔσταζε κρατός E.Med. 1199
, etc.;σμικρὸν ἀπὸ ῥινῶν ἔσταξεν Hp.Epid.1.14
. -
4 στάζω
στάζω 1 aor. ἔσταξα① to cause to fall drop by drop (Hom.+; LXX; PsSol 17:18; ParJer) in imagery of divine activity instill στ. τὴν δικαιοσύνην ἐπί τινα instill righteousness into someone Hv 3, 9, 1.② to fall drop by drop, drip, trickle, intr. (since Trag.; Hdt. 6, 74; Hippocr.; LXX; SibOr 5, 373) B 12:1 (quot. of uncertain orig.).—DELG. M-M.
См. также в других словарях:
ἔσταξα — στάζω drop aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάζω — έσταξα, στάχτηκα, σταγμένος 1. μτβ., και αμτβ., χύνω ή πέφτω σταγόνα σταγόνα: Μου έσταξες λάδι στο πουκάμισο. – Στάζει αίμα η πληγή. – Στάζει ο ιδρώτας από το μέτωπό του. 2. για κάτι που περιέχει μέσα του ένα υγρό που χύνεται σταγόνα σταγόνα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματοσταξιά — η σταγόνα αίματος, αιματοκηλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + έσταξα, αορ. τού ρ. στάζω] … Dictionary of Greek
στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… … Dictionary of Greek
στάξιμο — το, Ν στάλαγμα, ροή κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσταξα τού στάζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. τρέξ ιμο)] … Dictionary of Greek
στάζω — στάζω, έσταξα βλ. πίν. 23 (και ως απρόσ. στάζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής