-
1 εριφος
ὅ ( in crasi ὥριφος) козленок(ἔριφοί τε καὴ ἄρνες Hom.)
; pl. οἱ Ἔριφοι Theocr., Anth. Козлята (три небольших звезды, в созвездии Возничего, восхождение которых 6-го октября считалось предвестником бурь) -
2 ἔριφος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔριφος
-
3 έριφος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > έριφος
-
4 έριφος
ο, η козлёнок; козочка -
5 ἔριφος
козел, козленок.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔριφος
-
6 προγονος
I21) ранее родившийся, старший годами(ἔριφος Hom.)
2) положивший начало роду, зиждительный(Ζεύς Eur.; θεοί Plat.)
IIὅ прародитель, предок Her., Pind., Eur. etc.ἐκ προγόνων Plat. — с древнейших времен -
7 ωριφος
-
8 2056
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2056
См. также в других словарях:
Ἔριφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔριφος — kid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έριφος — ο και η (AM ἔριφος) 1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι 2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες 2. φρ. «ἐπ’… … Dictionary of Greek
Ἐρίφω — Ἔριφος masc nom/voc/acc dual Ἔριφος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίφω — ἔριφος kid masc nom/voc/acc dual ἔριφος kid masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρίφοιο — Ἔριφος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίφοιο — ἔριφος kid masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρίφοις — Ἔριφος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίφοις — ἔριφος kid masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρίφοισι — Ἔριφος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίφοισι — ἔριφος kid masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)