Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔρνει

См. также в других словарях:

  • ἔρνει — ἔρνος young sprout neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἔρνεϊ , ἔρνος young sprout neut dat sg (epic ionic) ἔρνος young sprout neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρνος — ἔρνος, ὁ (Μ), ἔρνος, τὸ (Α) 1. βλαστάρι, βλαστός («τρέφει ἀνήρ ἔρνος ἐλαίης», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. τέκνο, απόγονος («Διγενής Ἀκρίτης τῶν Καππαδόκων ὁ τερπνὸς... ἔρνος», Διγεν. Ακρ.) αρχ. 1. στον πληθ. τά ἔρνεα τα στεφάνια που φορούσαν οι νικητές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»