-
1 έρεισμα
-
2 ἔρεισμα
-
3 ἔρεισμα
-
4 ἔρεισμα
A prop, stay, support,σκῆπτρα, χειρὸς ἐρείσματα E.HF 254
; ἀμφὶ βάκτροις ἔρεισμα θέμενος,=ἐρεισάμενος, ib. 108: in pl., stays of a house, Pl.Lg. 793c ; props to keep a boat on shore upright (cf. ἕρμα), Theoc.21.12 ; ἁμμάτων ἐ. strong knots, E.HF 1036 (lyr.); of the legs which support the body, Arist.PA 689b19, IA 708b15 ; of the framework of the body, Id.PA 655a25, cf. HA 532b3 ; of food,ἀμβροσία γαστρὸς ἔ. λεπτῆς Arch.Pap.8.256
.2 metaph., of a person, Θήρων' ἔ. Ἀκράγαντος pillar of Agrigentum, Pi.O.2.6 ;Ἑλλάδος ἔ. κλειναὶ Ἀθᾶναι Id.Fr.76
, cf. Luc.Dem.Enc.10, Tim.50 ; ἔ. Ἀθηνῶν, of the (future) tomb of Oedipus, S.OC58.b of good fortune,εἰς ἀπροσδόκητον ἔ. καταντῶσιν Vett.Val.333.30
.II contusion, Hp.Fract.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔρεισμα
-
5 ἔρεισμα
-ατος τό N 3 0-0-0-1-0=1 Prv 14,26 -
6 ερείσμαθ'
ἐρείσματα, ἔρεισμαprop: neut nom /voc /acc plἐρείσματι, ἔρεισμαprop: neut dat sgἐρείσματε, ἔρεισμαprop: neut nom /voc /acc dual -
7 ἐρείσμαθ'
ἐρείσματα, ἔρεισμαprop: neut nom /voc /acc plἐρείσματι, ἔρεισμαprop: neut dat sgἐρείσματε, ἔρεισμαprop: neut nom /voc /acc dual -
8 ερείσματ'
ἐρείσματα, ἔρεισμαprop: neut nom /voc /acc plἐρείσματι, ἔρεισμαprop: neut dat sgἐρείσματε, ἔρεισμαprop: neut nom /voc /acc dual -
9 ἐρείσματ'
ἐρείσματα, ἔρεισμαprop: neut nom /voc /acc plἐρείσματι, ἔρεισμαprop: neut dat sgἐρείσματε, ἔρεισμαprop: neut nom /voc /acc dual -
10 έρεισμ'
-
11 ἔρεισμ'
-
12 ερεισμάτων
-
13 ἐρεισμάτων
-
14 ερείσμασι
-
15 ἐρείσμασι
-
16 ερείσμασιν
-
17 ἐρείσμασιν
-
18 ερείσματα
-
19 ἐρείσματα
-
20 ερείσματι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔρεισμα — prop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρεισμα — το (AM ἔρεισμα) [ερείδω] 1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι 2. μτφ. α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι») β) (για ανθρώπους) αυτός ο οποίος παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το στήριγμα, ο στύλος, ο προστάτης… … Dictionary of Greek
έρεισμα — το, ατος 1. αυτό με το οποίο ή στο οποίο στηρίζεται κανείς, υποστήριγμα. 2. αληθινή ή δίκαια βάση επιχειρημάτων, απόψεων ή πράξεων: Η πράξη του δεν έχει ηθικό έρεισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔρεισμ' — ἔρεισμα , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεισμάτων — ἔρεισμα prop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσμασι — ἔρεισμα prop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσμασιν — ἔρεισμα prop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσματα — ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσματι — ἔρεισμα prop neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσματος — ἔρεισμα prop neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσμαθ' — ἐρείσματα , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc pl ἐρείσματι , ἔρεισμα prop neut dat sg ἐρείσματε , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)