Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἔργον+ἔργῳ

См. также в других словарях:

  • ἔργῳ — ἔργον weorc neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔργω — ἔργνυμι pres ind act 1st sg ἔργον weorc neut nom/voc/acc dual ἔργον weorc neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὔργῳ — ἔργῳ , ἔργον weorc neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔργωι — ἔργῳ , ἔργον weorc neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • λοξοεργώ — λοξοεργῶ, έω (Μ) εργάζομαι λοξά ή κάνω κακές πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + εργῶ (< εργός < ἔργον), πρβλ. λιν εργώ, συν εργώ] …   Dictionary of Greek

  • Codex Alexandrinus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 02 …   Wikipedia

  • βαθυεργώ — βαθυεργῶ ( έω) (AM) σκάβω, οργώνω βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + εργώ < εργός < έργον] …   Dictionary of Greek

  • οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… …   Dictionary of Greek

  • προθυμοεργώ — έω, Μ εργάζομαι με προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθυμος + εργῶ (< εργός < ἔργον)] …   Dictionary of Greek

  • ταυτοεργώ — έω, Α επιτελώ το ίδιο έργο με κάποιον άλλον, ταὐτοενεργῶ* («ταὐτοεργεῑ ἡ ἁγία τριάς», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + εργῶ (< ἔργον*) μέσω ενός αμάρτυρου τ. *ταὐτοεργός (πρβλ. τον συνηρημ. τ. ταὐτουργός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»