-
1 πιπίσκω
См. также в других словарях:
ἐπίσας — ἐπίσᾱς , ἐφίζω set upon aor part act masc nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πιπίσκω
ἐπίσας — ἐπίσᾱς , ἐφίζω set upon aor part act masc nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)