-
1 ἐπιλλόω
ἐπιλλ-όω, = sq., ib.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλλόω
-
2 ἐπιλλίζω
A make signs to one by winking, οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοιἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od.18.11
; wink roguishly, h.Merc.387; look askance, A.R.1.486: c. dat., mock at, Id.4.389: c.acc.et dat., τινὶκερτομίας Id.3.791
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλλίζω
-
3 ἐπιλλώπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλλώπτω
-
4 ἔπιλλος
ἔπιλλ-ος, ον,A leering, squinting, Eust.206.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔπιλλος
-
5 ἐπιλείβω
A pour wine over a thing, ἐπὶ δ' αἴθοπα οἶνονλεῖβε Il.1.462
;ἐπιλλείβειν ἱεροῖσιν A.R.1.1133
: abs., ἀνιστάμενοι δ'ἐπέλειβον Od.3.341
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλείβω
-
6 ἐπιλίγδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλίγδην
-
7 ἐπιλύζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλύζω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский