-
1 επηλυς
I-υ, gen. ῠδος adj. [ἐπελεύσομαι]1) приходящийἔλθετε ἐπήλυδες αὖθις Soph. — придите вновь, вернитесь
2) пришлый, иноземный(ἔθνεα Her.; γένεσις Plat.; ἐπιθυμίαι Plut.)
IIῠδος ὅ (тж. ἀνέρ ἔ. Aesch., Plut.) пришелец, иноземец Thuc., Isocr., Plut. -
2 έπηλυς
-
3 ἔπηλυς
-
4 ἔπηλυς
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔπηλυς
-
5 ἔπηλυς
ἔπ-ηλυς, υδος, ὁ, ἡ, der Ankömmling, Fremdling; ὦ ξένοι ἔλϑετ' ἐπήλυδες αὖϑις, kommt wieder; adjectivisch, ἡ τῶν προγόνων γένεσις οὐκ ἔπηλυς οὖσα, ihre Abstammung war keine auswärtige, fremde; Ggstz von αὐτόχϑων -
6 έπηλυς
(επήλυδος), υς, υ 1. чужой, пришлый;2. (ο) пришелец, чужестранец -
7 ἔπηλυς
A one who comes to a place, ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις come back to me (for they were going away), S. Ph. 1190 (anap.).II incomer, stranger, foreigner, opp. αὐτόχθων, Hdt.1.78, 4.197;ἄνδρας πολεμίους ἐ. A.Pers. 243
(troch.), cf. Th.34, Supp. 195, Th.1.29; Adj.,ἔ. γένεσις Pl.Mx. 237b
;ἔ. βίος J.AJ8.12.2
: also in neut. pl.,ἐπήλυδα ἔθνεα Hdt.8.73
: neut. sg.,ἐπήλυδος γένους D.H.1.60
;ὕδωρ ἔπηλυ Paus.2.5.3
. -
8 επηλυτης
-
9 επηλυτος
-
10 γένεσις
γένεσις, ἡ (γενέσϑαι), Ursprung, Entstehung; Hom. dreimal, Iliad. 14, 246 Ὠκεανοῠ, ὅς περ γένεσις πάντεσσι τέτυκται, 14, 201. 302 Ὠκεανόν τε, ϑεῶν γένεσιν, καὶ μητέρα Τηϑύν; – Her. 2, 146; πατρὸς μὲν οὖσα γένεσιν Εὐρύτου Soph. Tr. 379; oft bei Plat. u. Folgdn, Ggstz φϑορά Plat. Parm. 136 b; oft das Werden, dem Sein, οὐσία, entgegengesetzt; ἡ ἐκ τοῦ ἔρωτος Crat. 398 c; ἡ τοῦ ἀφροῠ, aus Schaum, ibid. 406 c. Allgem., Schöpfung, καὶ κόσμος Plat. Tim. 29 c; Phaedr. 245 e; das Geschaffene, Geschlecht, τὴν γένεσιν ἄκερων εἶναι Polit. 265 b; ἡ νῦν γένεσις καὶ τροφή Lgg. V, 740 e; ἡ τῶν προγόνων γ. οὐκ ἔπηλυς οὖσα Menex. 287 b; τῶν βασιλέων Legg. III, 691 d; Geschlecht als Zeitbestimmung, ἐν πολλαῖς γενέσεσιν Polit. 310 d, wo hernach ἐπὶ γενεὰς πολλάς steht; vgl. Phaedr. 248 d. Auch von Produkten der Kunst, ἡ τῶν ἱματίων, ὀργάνων καὶ ἔργων Plat. Polit. 281 b Legg. XI, 920 e. Bei Philipp. 34 (IX, 311) = Geschlechtstheile.
-
11 ἐπ-ηλύτης
-
12 ἔπ-ηλυς
ἔπ-ηλυς, υδος, ὁ, ἡ (ἤλυϑον), der Ankömmling, Fremdling; πῶς ἂν οὖν μένοιεν ἄνδρας πολεμίους ἐπήλυδας Aesch. Pers. 243; ὦ ξένοι ἔλϑετ' ἐπήλυδες αὖϑις, kommt wieder, Soph. Phil. 1175; ξενοφονεῖν ἐπήλυδας Eur. I. T. 1021; adjectivisch, ἡ τῶν προγόνων γένεσις οὐκ ἔπηλυς οὖσα, ihre Abstammung war keine auswärtige, fremde, Plat. Menex. 237 b; Ggstz von αὐτόχϑων, Her. 1, 78. 4, 197; Isocr. 4, 33; Thuc. 1, 29; auch ἐπήλυδα ἔϑνεα, Her. 8, 73; τοῦ ἐπήλυδος γένους, D. Hal. 1, 60; τὸ ὕδωρ ἔπηλυ, Paus. 2, 5, 3.
-
13 έπηλυ
-
14 ἔπηλυ
-
15 έπηλυν
-
16 ἔπηλυν
-
17 επηλύδων
-
18 ἐπηλύδων
-
19 επήλυδα
-
20 ἐπήλυδα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έπηλυς — ἔπηλυς, υ (AM) ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.) 2. προσήλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα … Dictionary of Greek
ἔπηλυς — one who comes to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηλύδων — ἔπηλυς one who comes to masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυδα — ἔπηλυς one who comes to masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυδας — ἔπηλυς one who comes to masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυδες — ἔπηλυς one who comes to masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυδι — ἔπηλυς one who comes to masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυδος — ἔπηλυς one who comes to masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυσι — ἔπηλυς one who comes to masc/fem dat pl ἐπήλυσις approach fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυσιν — ἔπηλυς one who comes to masc/fem dat pl ἐπήλυσις approach fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπηλυ — ἔπηλυς one who comes to masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)