Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἔπαινοι

См. также в других словарях:

  • ἐπαινοῖ — ἐπαινέω approve pres opt act 3rd sg (attic epic doric) ἐπαινέω approve pres opt act 3rd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπαινοι — ἔπαινος approval masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

  • ηνορέη — ἠνορέη, δωρ. τ. ἀνορέα, ἡ (Α) 1. ανδρεία, θάρρος («ἠνορέη πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ανδρική ομορφιά 3. δύναμη («ὕδατος ἠνορέη», Αιλ.) 4. πληθ. αἱ ἠνορέαι έπαινοι τής ανδρείας («ἀνορεαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῑς», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων.… …   Dictionary of Greek

  • παίνια — η και παίνιο, το (ιδίως στο ουδ. πληθ.) τα παίνια εγκώμια, έπαινοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παινώ] …   Dictionary of Greek

  • μοιρολόγια ή μυρολόγια — Τραγούδια της ελληνικής λαϊκής μουσικής παράδοσης με πένθιμο περιεχόμενο τα οποία τραγουδιούνται, κατά τους θανάτους, από συγγενείς ή συγχωριανές του νεκρού αλλά και από γυναίκες (μοιρολογίστρες) που είναι ειδικευμένες σ’ αυτό το είδος του… …   Dictionary of Greek

  • Μουστερής, Μιχάλης — (Λεμεσός Κύπρου 1919 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε εμπορικές επιστήμες, ενώ διδάχθηκε και μαθήματα Φιλολογίας, Τέχνης, Θεάτρου κλπ. Σταδιοδρόμησε ως αρχιλογιστής σε ιδιωτική εταιρεία της Λεμεσού. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Μπέρνχαρντ, Τόμας — (Thomas Bernhard, Χέερλεν Ολλανδίας 1931 – 1989). Αυστριακός λογοτέχνης. Σε ηλικία 12 ετών έγινε τρόφιμος οικοτροφείου στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας. Εργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα σε μπακάλικο (1947 49), αρρώστησε όμως από φυματίωση… …   Dictionary of Greek

  • Φρόντων, Μάρκος Κορνήλιος — (Marcus Cornelius Fronto, Τσίρτα, Νουμιδία περ. 100 – περ. 170 μ.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας. Από οικογένεια ιταλικής καταγωγής, πήγε στη Ρώμη όπου αναδείχτηκε δικηγόρος την εποχή του Αδριανού. Στη συνέχεια διορίστηκε από τον Αντωνίνο Πίο παιδαγωγός των …   Dictionary of Greek

  • εξύμνηση — η υπερβολικοί έπαινοι, εγκώμια, εκθειασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»