-
1 ένοπλος
-
2 ἔνοπλος
-
3 ενοπλος
21) вооруженный, в доспехах(γενέτας Διός Soph.; κόροι Eur.; ἄνδρες Plut.)
2) наполненный вооруженными людьми(ἵππος, sc. δουράτεος Eur.)
-
4 ἔνοπλος
ἔνοπλος, ον (Trag. et al.; PMG: Carmina popularia no. 11 [=857] p. 455 Page; pap; PGM 13, 197; PGurob 1, 7 [mystery text]; LXX; JosAs 2:18; Philo, Aet. M. 57; Jos., Bell. 2, 444, Ant. 14, 294) armed Judaicon, ASyn. 351, 14=GHb 20b.—DELG s.v. ὅπλον. -
5 ένοπλος
-
6 ἔνοπλος
-ος,-ον + A 0-1-0-0-4=5 1 Kgs 22,10; 2 Mc 14,22; 3 Mc 5,48; 6,21; 4 Mc 5,1at arms, armed -
7 ἔνοπλος
ἔνοπλ-ος, ον,A in arms, armed, Tyrt.16, S.OT 469 (lyr.), E.HF 1164, PGurob1.7 (iii B. C.), D.H.5.28, Heraclit.Incred.19, etc.;κινήσεις τῶν ἐ. δραματικῶν Phld.Mus.p.15K.
IV Adv.- ως Hsch.
s.v. περιχορίζειν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔνοπλος
-
8 ἔνοπλος
ἔν-οπλος, in Waffen, gewaffnet -
9 seğmen
ένοπλος φρουρός με παραδοσιακή ενδυμασία -
10 вооруженный
-
11 ένοπλον
-
12 ἔνοπλον
-
13 ενόπλως
-
14 ἐνόπλως
-
15 θίασος
θίασος, ὁ (vielleicht von ϑεῖος, ϑειάζω), eine Versammlung, die einer Gottheit zu Ehren Opfer, Chöre, Aufzüge u. dgl. anstellt; bes. vom bacchischen Vereine, τὸ Βακχικὸν πλῆϑος, ὁ τῷ Διονύσῳ παρεπόμενος ὄχλος, Ath. VII, 362 e; Eur. Bacch. 679 ὁρῶ δὲ ϑιάσους τρεῖς γυναικείων χορῶν, u. so oft in diesem Stücke; Dem. 18, 260 τοὺς καλοὺς ϑιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν, nachher der bacchische Aufzug beschrieben. Auch Ἡρακλέους ϑίασοι, Is. 9, 30; Μουσῶν, Ar. Th. 41; ἀνδρῶν, γυναικῶν, Ran. 156; übh. Versammlung, Schaar, Eur. ἔνοπλος, Phoen. 803; ἱπποβότας Κενταύρων I. A. 1059; ἡλίκων I. T. 1146; Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Plat. Pol. 303 c, der Schwarm der Kentauren u. der Satyrn; Xen. Mem. 2, 1, 31. Nach Suid. brauchte es Ion ἐπὶ παντὸς ἀϑροίσματος. – Auch der Schmaus selbst, Ath. a. a. O.; vgl. noch Plut. qu. graec. 44.
-
16 вооруженный
вооруж||енный1, прич. от вооружить·2. прил ἔνοπλος, ὁπλισμένος, ἀρματωμένος:\вооруженныйенное восстание ἡ ἔνοπλη ἐξέγερση· ◊ \вооруженныйенный до зубо́в ὁπλισμένος ῶς τά δόντια, πάνοπλος, ὁπλισμένος σάν ἀστακός. -
17 конвой
конвойм1. ἡ συνοδεία, ἡ ἐνοπλος φρουρά·2. мор. ἡ νηοπομπή. -
18 конвойный
конвой||ный1. прил τής συνοδείας, τῆς Ενοπλης φρουράς:\конвойныйный отряд τό ἀπόσπασμα συνοδείας·2. м ὁ Ενοπλος φρουρός. -
19 φρουρά
η1) охрана, стража;ένοπλος φρουρά — конвой;
με φρουρά — или οπό φρουράν — под охраной;
2) пост; караул;τιμητική φρουρά — почётный караул;
αλλαγή φρουράς — смена караула;
είμαι της φρουρας — нести караул;
βάζω (πιάνω) φρουρά — выставлять (заступать в) караул;
3) гарнизон;υπηρεσία στη φρουρά — гарнизонная служба;
4) гвардия;η παλαιά (νέα) φρουρά — старая (молодая) гвардия
-
20 φρουρός
См. также в других словарях:
ἔνοπλος — in arms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένοπλος — η, ο (AM ἔνοπλος, ον) [όπλον] αυτός που έχει μαζί του ή που χρησιμοποιεί όπλο ή όπλα, οπλισμένος νεοελλ. 1. (για ενέργεια) αυτός που διεξάγεται, που γίνεται με όπλα («ένοπλη σύρραξη») 2. φρ. «οι ένοπλες δυνάμεις» το σύνολο τών στρατιωτικών και… … Dictionary of Greek
ένοπλος — η, ο επίρρ. α 1. που έχει όπλο, ο οπλισμένος: Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας. 2. που γίνεται με όπλα: Η ένοπλη αντίσταση του λαού. 3. το αρσ. ως ουσ., ένοπλος ο οπλοφόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
ἐνόπλως — ἔνοπλος in arms adverbial ἔνοπλος in arms masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνοπλον — ἔνοπλος in arms masc/fem acc sg ἔνοπλος in arms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπλοις — ἔνοπλος in arms masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπλου — ἔνοπλος in arms masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπλους — ἔνοπλος in arms masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπλων — ἔνοπλος in arms masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπλῳ — ἔνοπλος in arms masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)