Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐνόπλως

См. также в других словарях:

  • ἐνόπλως — ἔνοπλος in arms adverbial ἔνοπλος in arms masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένοπλος — η, ο (AM ἔνοπλος, ον) [όπλον] αυτός που έχει μαζί του ή που χρησιμοποιεί όπλο ή όπλα, οπλισμένος νεοελλ. 1. (για ενέργεια) αυτός που διεξάγεται, που γίνεται με όπλα («ένοπλη σύρραξη») 2. φρ. «οι ένοπλες δυνάμεις» το σύνολο τών στρατιωτικών και… …   Dictionary of Greek

  • Κουάκεροι — (Quakers). Ονομασία των μελών προτεσταντικής αίρεσης. Εμφανίστηκε τον 17o αι. στη Μεγάλη Βρετανία και στις αποικίες των ΗΠΑ. Ονομάζονται επίσης Κοινωνία των φίλων, αριθμώντας περί τους 120.000 πιστούς στις ΗΠΑ το 1907. Ιδρυτής της αίρεσης υπήρξε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»