-
1 ενιοι
3(редко Arst. sing.) некоторыеἔ. μὲν …, ἔ. ( или οἱ) δέ … Xen., Plat. — одни …;
— другие … ἔ. τινες Plat. некоторые люди;ἔ. τῶν πολιτειῶν Arst. — некоторые государства -
2 ένιοι
αι, α некоторые, некие;ένιοι εξ αυτών — некоторые из них
-
3 ἔνιοι
3 некоторые -
4 αδοξος
21) неизвестный, незнатный Isocr.2) бесславный, позорный(πόλεμος Dem.)
πρόφασις οὐκ ἄ. Plut. — благовидный предлог3) презираемый(εὐνοῦχοι, τέχνη Xen.)
4) невероятный, неправдоподобный(τὸ ἐρωτώμενον Arst.)
5) нежданный Soph. -
5 διαχραομαι
ион. διαχρέομαι1) постоянно пользоватьсяδ. οἴνω Her. — постоянно пить вино;
τῷ οὐνόματι τῷ αὐτῷ αἰεὴ δ. Her. — носить всегда то же имя;ὅσαπερ ὄψῳ δ. τινι Xen. — пользоваться чем-л. в качестве приправы;δ. τῇ ἀληθείῃ Her. — всегда говорить правду;τοῖς νόμοις δ. Arph. — жить по законам;ἀρετῇ δ. Her. — быть добродетельным;αὐχμῷ δ. Her. — насылать засуху2) испытывать, подвергатьсяσυμφορῇ μεγάλῃ δ. Her. — терпеть сильные лишения;
τοιούτῳ μόρῳ διεχρήσαντο Her. — вот какой смертью они погибли3) изнурять(νόσος διαχρωμένη σῶμα Plut.)
τοῖς ἐναντίοις τὸ ἴδιον δέμας δ. Luc. — умерщвлять свое тело4) умерщвлять, убивать(τινα Her., Thuc.)
δ. ἑαυτόν Plut. — покончить жизнь самоубийством;ἔνιοι διαχρησθῆναι Diog.L. — некоторые (говорят) были убиты
См. также в других словарях:
ἐνίοι — ἐνίοῑ , ἔνειμι sum pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνιοι — some masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένιοι — εσν α (Α ἔνιοι, αι, α) νεοελλ. αρχ. μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων» β) «ἔνιοι τῶν στρατηγῶν», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα» κάποια κοκκινίλα (Ξεν.) β) «οὐ πᾱσα … Dictionary of Greek
ἐνίων — ἔνιοι some fem gen pl ἔνιοι some masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίαις — ἔνιοι some fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίοισι — ἔνιοι some masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίοισιν — ἔνιοι some masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίους — ἔνιοι some masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνια — ἔνιοι some neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνιαι — ἔνιοι some fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενίοτε — (Α ἐνίοτε) [ένιοι] επίρρ. καμιά φορά, κάποτε, πότε πότε, μερικές φορές, σε μερικές περιπτώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἔνιοι κατά το πρότυπο τών ὅτε, ποτέ (βλ. και λ. ἔνιοι)] … Dictionary of Greek