Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔνιοι

См. также в других словарях:

  • ἐνίοι — ἐνίοῑ , ἔνειμι sum pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνιοι — some masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένιοι — εσν α (Α ἔνιοι, αι, α) νεοελλ. αρχ. μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων» β) «ἔνιοι τῶν στρατηγῶν», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα» κάποια κοκκινίλα (Ξεν.) β) «οὐ πᾱσα …   Dictionary of Greek

  • ἐνίων — ἔνιοι some fem gen pl ἔνιοι some masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίαις — ἔνιοι some fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίοισι — ἔνιοι some masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίοισιν — ἔνιοι some masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίους — ἔνιοι some masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνια — ἔνιοι some neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνιαι — ἔνιοι some fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενίοτε — (Α ἐνίοτε) [ένιοι] επίρρ. καμιά φορά, κάποτε, πότε πότε, μερικές φορές, σε μερικές περιπτώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἔνιοι κατά το πρότυπο τών ὅτε, ποτέ (βλ. και λ. ἔνιοι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»