Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἔνηχος

См. также в других словарях:

  • ένηχος — ἔνηχος, ον (AM) [ήχος] (για πρόσ.) γνώστης, έμπειρος, ειδήμων μσν. αυτός που φαίνεται πως ηχεί στη μνήμη ή στην ακοή, έχει καθαρό ακουστικό ερεθισμό, ο έναυλος αρχ. 1. αυτός που παράγει ήχο, ψίθυρο, φλοίσβο («ἔνηχα ὕδατα», Φιλόστρ.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • ἔνηχος — sounding within masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνηχον — ἔνηχος sounding within masc/fem acc sg ἔνηχος sounding within neut nom/voc/acc sg νήχω swim imperf ind act 3rd pl νήχω swim imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήχοις — ἔνηχος sounding within masc/fem/neut dat pl ἐνάγω lead in perf opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήχους — ἔνηχος sounding within masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήχων — ἔνηχος sounding within masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήχῳ — ἔνηχος sounding within masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνηχα — ἔνηχος sounding within neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώροψ — νῶροψ, οπος, ό, ή (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού χαλκού) στιλπνός, αστραφτερός («ἐν δ αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) λαμπρός, φωτεινός 3. (κατά τον Ησύχ.) «νῶροψ λαμπρός, ὀξύφωνος, ἔνηχος, ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο …   Dictionary of Greek

  • въгласенъ — (1*) прич. страд. прош. Провозглашенный: тѣло... гробу очс(к)у предано бы(с). и приложисѩ къ ст҃лемъ. старѣишина ст҃льска. къ проповѣдателемъ. великии гла(с). и моима оушима вгласенъ мч҃нкъ мч҃нкомъ. (ἔνηχος) ГБ XIV, 176г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ενηχώ — ἐνηχῶ, έω; (AM) [ένηχος] μσν. παθ. ἐνηχοῡμαί τι (για πρόσ.) ακροάζομαι, ακούω («καὶ ἐνηχηθῶμεν τήν γεννήτορος φωνήν», Μηναία) αρχ. 1. ηχώ μέσα 2. ηχώ στο αφτί κάποιου, αντηχώ («οἱ δαιμόνων λόγοι διὰ πάντων φερόμενοι, μόνοις ἐνηχοῡσι τοῑς ἀθόρυβον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»