Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

νῶροψ

См. также в других словарях:

  • νώροψ — νῶροψ, οπος, ό, ή (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού χαλκού) στιλπνός, αστραφτερός («ἐν δ αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) λαμπρός, φωτεινός 3. (κατά τον Ησύχ.) «νῶροψ λαμπρός, ὀξύφωνος, ἔνηχος, ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο …   Dictionary of Greek

  • νῶροψ — flashing masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήνοψ — ἦνοψ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που λάμπει, λαμπρός («ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *Fήν οψ, με ανερμήνευτο το *Fηv . Η κατάληξη οψ < οψ «όψη», πρβλ. αίθ οψ, νώροψ κ.ά. με παρεμφερή σημασία με το ήνοψ. Ως επίθ. η λ. προσδιορίζει συνήθως τα:… …   Dictionary of Greek

  • νωρεί — νωρεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐνεργεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νωρεῖ (πρβλ. νῶροψ) έχει αναχθεί στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα νωρ τής ΙΕ ρίζας * ner «ζωτική δύναμη, άντρας» (πρβλ. λιθουαν. noras «θέληση, βούληση», noriu eti «θέλω», λατ. Nerō) και έχει …   Dictionary of Greek

  • νώροπα — νώ̱ροπα , νῶροψ flashing masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώροπες — νώ̱ροπες , νῶροψ flashing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώροπι — νώ̱ροπι , νῶροψ flashing masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώροπος — νώ̱ροπος , νῶροψ flashing masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ner-1(t)-, aner- (ǝner-?) —     ner 1(t) , aner (ǝner ?)     English meaning: vital energy; man     Deutsche Übersetzung: 1. (“magische) Lebenskraft”; 2. “Mann”     Material: O.Ind. nár (nü ) “man, person”, Av. nar (nü) ds. (O.Ind. nara ḥ, Av. nara after acc. náram,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»