-
1 εναντα
См. также в других словарях:
έναντα — ἔναντα (Α) επίρρ. με γεν. ή δοτ. 1. απέναντι, αντίκρυ, κατά πρόσωπο («ἔναντα Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.) 2. κατά τον Ησύχ. «φανερῶς» … Dictionary of Greek
ἔναντα — opposite indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Enantiornithes — Rekonstruktion von Iberomesornis im Museo Nacional de Ciencias Naturales in Madrid Zeitraum Unterkreide bis Oberkreide 130 bis 65 … Deutsch Wikipedia
άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… … Dictionary of Greek