-
1 έναντα
-
2 ἔναντα
-
3 ἔναντα
1 against, in oppositionτοὶ δ' ἔναντα στάθεν N. 10.66
-
4 ἔναντα
ἔναντα ( -
5 ἔναντα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔναντα
-
6 ἔναντα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔναντα
-
7 ἔναντι
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔναντι
-
8 ἐναντίος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐναντίος
-
9 ἵσταμι
ἵστᾱμι (act. and trans. ἵσταντι, ἱστᾶσιν?: aor. 1. ἔστᾶσας, ἔστᾶσεν, στᾶσε, ἔστᾶσαν: aor. 2 intrans. ἔστᾶν, ἔστᾶ, στᾰν; στάντα, στάντες; στᾶμεν, στῆναι?: pf. ἕστᾰσαν; ἑστᾰότ: med. trans. ἱστᾰμεναι: med. and pass. intrans. ἵστᾰμαι, ἵστᾰται: fut. στσομαι: pass. aor. ἐστᾰθη, στᾰθεν; στᾰθείς.)1 trans., make to standa establish (a festival, simm.)Ὀλυμπιάδα δ' ἔστασεν Ἡρακλέης O. 2.3
καὶ πενταετηρίδ' ὅπως ἄρα ἔστασεν ἑορτὰν O. 10.58
ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων I. 7.13
οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. ἱστᾶσιν ἄλγος ἐμφανές ( ἢ στάσιν v. l., edd. vulg.) fr. 210. pass.,λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.78
b stand, arrangeἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος P. 9.114
ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις P. 9.118
med., ἱστάμεναι χορὸν [ταχύ]ποδα παρθένοι arranging themselves in a chorus Pae. 2.99c make to stand τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς set on their feet, restored P. 3.53 met., ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν lifted up their hearts P. 3.96 ἀμπνοὰν δ' ἥρωες ἔστασαν took fresh life P. 4.1992 intrans.,a halt, come to a haltστάσομαι· οὔτοι ἅπασα κερδίωνφαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16
ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν (ἐπιλαμβάνεται ἑαυτοῦ ὁ Πίνδαρος. μεταφέρων ἀπὸ τῶν πεντάθλων φησίν. Σ.) N. 8.19 καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]αις ὀρέων ὕπερ ἔστα sc. Ἀπόλλων fr. 51a. 3. στῆναι μὲν οὐ θέμις (sc. δελφῖνι: στᾶμεν? Pindarice) ?fr. 358.b standδένδρεα θάμβαινε σταθείς O. 3.32
ἀμφὶΠύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος O. 9.71
σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.2
τάχα δ' εὐθὺς ἰὼν σφετέρας ἐστάθη γνώμας ἀταρβάκτοιο πειρώμενος P. 4.84
ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου καλὰ μελπόμενος N. 1.19
ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς N. 1.55
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.2
θέσσαντο πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.11
τοὶ δ' ἔναντα στάθεν τύμβῳ σχεδὸν N. 10.66
τὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37
ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς I. 7.7
ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57
3 fragg. ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι (supp. Bury: γίνεται, ἔσσεται G-H.) Πα. 2. 3. ἱστάμεναι τελ[ Πα. 13a. 14 ]σαισταθεισαι[ Πα. 13c. 2. ]σταθεις ε[ Δ. 4a. 6.4 in tmesis. ὑπὸ κίονες ἕστασαν v.ὑφίσταμι Pae. 8.69
-
10 σχεδόν
1 near, closea adv., c. prep.ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.74
παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν O. 10.52
τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν P. 5.40
b prep.I c. dat.τοὶ δ' ἔναντα στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ N. 10.66
“ἀλλά μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει Πα. 2. 73, cf. Παρθ. 2. 69. -
11 τύμβος
τύμβος (-ος, -ῳ, -ον.)1 tomb ( Πέλοψ) τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ at Olympia O. 1.93 σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος at Thebes, where were held the Herakleia or Iolaeia O. 9.99 Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον (cf. fr. 169. 47—9) N. 4.20 τοὶ δ' ἔναντα στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ· ἔνθεν ἁρπάξαντες ἄγαλμ Ἀίδα, ξεστὸνπέτρον, ἔμβαλον στέρνῳ Πολυδεύκεος N. 10.66
-
12 κατέναντα
κατ-έναντα, Adv.A over against, opposite, c. gen., Cydias 1, Pancrat. Oxy.1085.24, Q.S.1.552, Man.3.176: c. dat., Id.6.277: abs., Id.3.132:—also [suff] κατ-έναντι LXX Ex.19.2; πύλη ἡ κ. ib.Ez.11.1;κώμη ἡ κ. ὑμῶν Ev.Marc.11.2
, cf. UPZ79.11 (ii B.C.), Inscr.Prien.37.170 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατέναντα
-
13 ὅταν
A whenever, with a conditional force, so as nearly to = ἐάν (v.εἰ B.
II), referring to an indef. future (cf.ὅτε A.
I. IC), Il.1.519, etc.; also of events like ly to recur, 2.397, IG12.97.9, etc.: also in [dialect] Ep.ὅτε κεν Il.1.567
, 6.225: strengthd.,ὅ. περ S.OC 301
, Pl.R. 565a, 565d: repeated for rhet. effect,ὅ. ὡς ὑβρίζων, ὅ. ὡς ἐχθρὸς ὑπάρχων, ὅ. κονδύλοις, ὅ. ἐπὶ κόρρης D.21.72
.b later causal, since, ὅταν.. ᾖ since it is, Arist.Mu. 395a19, cf. D.Chr.7.105, Porph.Gaur.11.2; in earlier examples the application to the particular case is less directly expressed, καὶ τοῦτο τυφλὸν ὅταν ἐγὼ βλέπω βραχύ this too (viz. my staff) is blind when I am (= when its owner is) short-sighted, E. Ion 744, cf. S.Aj. 137 (anap.), Pl.Sph. 241a, Din.3.9.2 never with ind. in early authors, exc. in Od.10.410, ὡς δ' ὅταν.. σκαίρουσι (s. v. l.); in 24.88, ὅτε κεν.. ζώννυνταί τε νέοι καὶ ἐπεντύνονται ἄεθλα; and in Il.12.41, ὡς δ' ὅτ' ἂν ἔν τε κύνεσσι καὶ ἀνδράσι.. στοέφεται ( ἔναντα κύνεσσι cj. Monro): but freq. in LXX with [tense] impf. ind., asὅταν εἰσήρχετο Ge.38.9
, cf. Plb.4.32.5, Ev.Marc.3.11: also with [tense] aor. ind., LXX Ex.16.3, Apoc.8.1: with [tense] fut. ind.,ὅταν ἕξουσι Apollod.Poliorc.187.12
; ὅταν ὄψεσθε (v.l. ὄψησθε) Ev.Luc. 13.28: with [tense] pres. ind.,ὅταν δείκνυται Str.12.3.27
(s. v.l.): generally, ὅταν supersedes ὅτε in Hellenistic Greek.3 never with opt. in early authors, exc. in orat. obliq., where in orat. recta the subj. with ὅταν would have stood, as perh. A.Pers. 450 may be expld. ( ὅτ' ἐκνεῶν Elmsl.); ὅτε κεν folld. by ἵκοι, Il.9.525.II Special usages:1 to introduce a simile, 10.5, Od.5.394.2 πρίν γ' ὅ., = πρίν γε ἢ ὅ. (v.ὅτε A. 11.2
), 2.374.3 εἰς ὅτε κεν until such time as.., ib.99, 19.144.4 ὅ. τάχιστα, Lat. cum primum, Ar.Th. 1205, X.Cyr.4.5.33;ὅ. πρῶτον Pl.Ly. 211b
. [ ὅτᾱν only in later Poetry, Lyr.Alex. Adesp.37.17.] -
14 ἐνῶπα
Grammatical information: adv.Meaning: `in the face, openly; against' m. gen. (Ο 320, Orph. L., Epigr.), univerbation of ἐν ὦπα, cf. ἔναντα and Schwyzer 619.Derivatives: ἐνωπα-δίως `from face to face, in the flesh' (ψ 94), - δίς (A. R. 4, 351), - δόν (Q. S. 2, 84) `id.'.Etymology: Through hypostasis arose ἐνώπ-ιος `in the face, visible', mostly. neutr. as adv. and prep. ἐνώπιον (w. gen.) `in the flesh, personally' (hell.), κατενώπιον `id.' (hell.). Neutr. pl. ἐνώπια `front wall, ouside wall, fassade of a house' (Hom.), also in sing. (Delos IIa); `face' (A. Supp. 146 [lyr.]). - An isolated dative is ἐνωπῃ̃ `in the face, openly' (Ε 374), from ἐνωπή `look, face' (only in ἐνωπῆς γλήνεα Nik. Th. 227; simplex ὠπή A. R.), if not reformatiom of ἐνῶπα after the adverbial datives in -ῃ̃ (σπουδῃ̃ etc.; Schwyzer 622), cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 249. - See ὤψ; and cf. πρόσωπον and μέτωπον.Page in Frisk: 1,526-527Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐνῶπα
См. также в других словарях:
έναντα — ἔναντα (Α) επίρρ. με γεν. ή δοτ. 1. απέναντι, αντίκρυ, κατά πρόσωπο («ἔναντα Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.) 2. κατά τον Ησύχ. «φανερῶς» … Dictionary of Greek
ἔναντα — opposite indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Enantiornithes — Rekonstruktion von Iberomesornis im Museo Nacional de Ciencias Naturales in Madrid Zeitraum Unterkreide bis Oberkreide 130 bis 65 … Deutsch Wikipedia
άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… … Dictionary of Greek