-
1 φραγμα
- ατος τό [φράσσω]1) ограждение, вал Her.2) оборонительное оружие, защитное средствоτὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα Plat. — оружие для войны и средства защиты;
τὰ ὄμματα ἔχει φ. τὰ βλέφαρα Arst. — глаза снабжены, в качестве защиты, веками -
2 φράγμα
τό1) изгородь; загородка; ограда; 2) заграждение; 3) плотина, запруда -
3 φράγμα
[фрагма] ουσ. о. загородка, ограда, перегородка, преграда, барьер,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φράγμα
-
4 φράγμα
[фрагма] ουσ ο загородка, ограда, перегородка, преграда, барьер. -
5 αντιφραγμα
-
6 διαφραγμα
- ατος τό1) перегородка(διπλῆ διαφράγματι καλύβη Thuc.; δ. φιλότεχνον Diod.)
δ. τοῦ μυκτῆρος анат. Arst. — сошник (vomer)2) грудобрюшная преграда, диафрагма Plut. -
7 εμφραγμα
- ατος τό загородка, преграда(καταπλάττειν ἐμφράγμασι Plut.; τοὺς νόμους ἐμφράγματα ποιεῖσθαι τῶν ἁμαρτημάτων Isocr.)
-
8 περιφραγμα
-
9 προφραγμα
-
10 νάρκη
η1) спячка; дремота;χειμέριος νάρκη των ζώων — зимняя спячка животных;
μ' έπιασε (μιά) νάρκη — меня одолела дремота;
2) зоол, электрический скат;3) воен, мина;μαγνητική νάρκη — магнитная мина;
πεδίον νάρκών — минное поле;
φράγμα από νάρκες — минное заграждение;
νάρκη φραγμού — мина заграждения;
τοποθετώ νάρκες — минировать
-
11 φραγμός
ο1) см. φράγμα 1; 2) перегородка; 3) заграждение; 4) преграда, препятствие;δεν γνωρίζω φραγμό — не знать преград;
εγείρω φραγμό — чинить препятствия;
5) воен, заградительный огонь;6) мор, зона патрулирования
См. также в других словарях:
φράγμα — fence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράγμα — το, ΝΜΑ, και φάργμα και φάρχμα Α φράχτης, περίφραξη νεοελλ. 1. φραγμός, εμπόδιο 2. κατασκευή για παρεμπόδιση τής ροής τού νερού, για μεταβολή τού ρου ρεόντων υδάτων ή για τη δημιουργία ταμιευτήρων, υδροφράκτης, υδατοφράκτης 3. φρ. α) «φράγμα… … Dictionary of Greek
φράγμα — το, ατος 1. καθετί που φράζει, φράχτης, φραγή, φραγμός. 2. (φυσ.), σύνολο από πυκνές, λεπτές, παράλληλες, ευθείες χαραγές σε γυάλινο ή μεταλλικό κάτοπτρο, που απέχουν το ίδιο μεταξύ τους και που δημιουργούν περίθλαση του φωτός. 3. τεχνικό έργο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουστικό φράγμα — Ομάδα αντικειμένων, π.χ. ράβδοι ίσου μεγέθους, που είναι τοποθετημένα στη σειρά κατά τέτοιο τρόπο ώστε η απόσταση μεταξύ τους να είναι σταθερή. Το α.φ. έχει ανάλογες ιδιότητες με το οπτικό φράγμα περίθλασης. Όταν ένα ηχητικό κύμα πέσει πάνω στο… … Dictionary of Greek
Καστρακίου, φράγμα — Υδροηλεκτρικός σταθμός της ΔΕΗ στον Αχελώο, λίγο βορειότερα του σταθμού των Κρεμαστών. Η τεχνητή λίμνη, που σχηματίστηκε με φράγμα ύψους 95 μ. και όγκου περίπου 5.000.000 κ.μ., κινεί τους υδροστρόβιλους. Το έργο κατασκευάστηκε από Έλληνες… … Dictionary of Greek
Μέγα Κοραλλιογενές Φράγμα — Βλ. λ. Αυστραλία … Dictionary of Greek
φραγμάτων — φράγμα fence neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράγμασιν — φράγμα fence neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράγματα — φράγμα fence neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράγματι — φράγμα fence neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράγματος — φράγμα fence neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)