-
1 φράγμα
-
2 φράγμα
-
3 πρό-φραγμα
πρό-φραγμα, τό, ein vorn od. vor einem andern eingeschlossener, umzäunter oder befestigter Ort, Hesych., = προσκήνιον. – Schutzwehr, ἀεὶ ἂν ἐν μεγάλοις ἦν κινδύνοις τὰ κατὰ τοὺς Ἕλληνας, εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν πρόφραγμα, Pol. 9, 35, 3; D. Sic. 19, 30.
-
4 παρά-φραγμα
παρά-φραγμα, τό, ein durch einen Zaun, ein Gehäge eingeschlossener Ort, Einfriedigung, Schutzwehr, Thuc. 4, 115; Verschlag, Plat. Rep. VII, 514 b; τοῦ βουλευτηρίου, App. B. C. 2, 118.
-
5 περί-φραγμα
περί-φραγμα, τό, Einzäunung, Einschluß, Gehege, Zaun um einen Platz; Tim. Locr. 100 b heißen die Knochen μυελῶν περιφράγματα; bei Poll. 1, 142 das Wagenverdeck.
-
6 κατά-φραγμα
κατά-φραγμα, τό, Umgebung zur Bedeckung und zum Schutz, Sp.
-
7 διά-φραγμα
διά-φραγμα, τό, Zwischen-, Scheidewand, Thuc. 1, 133; D. Sic. 1, 33 u. Sp. Dah. das Zwerchfell, welches die edleren Eingeweide vom Unterleibe scheidet, Plat. Tim. 70 a 84 d; Medic.
-
8 ἀντί-φραγμα
ἀντί-φραγμα, τό, Gegenbollwerk, Plut. S. N. V. 18.
-
9 ἐπί-φραγμα
ἐπί-φραγμα, τό, das, womit man etwas Offenes von oben her verstopft, verschließt, Pfropf u. dgl., Sp.
-
10 ἔμ-φραγμα
-
11 φρακτής
-
12 ἀντίφραγμα
-
13 διάφραγμα
διά-φραγμα, τό, Zwischen-, Scheidewand. Dah. das Zwerchfell, welches die edleren Eingeweide vom Unterleibe scheidet -
14 ἔμφραγμα
ἔμ-φραγμα, τό, das Eingestopfte, die Verstopfung -
15 ἐπίφραγμα
ἐπί-φραγμα, τό, das, womit man etwas Offenes von oben her verstopft, verschließt, Pfropf -
16 κατάφραγμα
κατά-φραγμα, τό, Umgebung zur Bedeckung und zum Schutz -
17 παράφραγμα
παρά-φραγμα, τό, ein durch einen Zaun, ein Gehege eingeschlossener Ort, Einfriedigung, Schutzwehr -
18 περίφραγμα
περί-φραγμα, τό, u. περι-φραγή, ἡ, Einzäunung, Einschluß, Gehege, Zaun um einen Platz; heißen die Knochen μυελῶν περιφράγματα; das Wagenverdeck -
19 πρόφραγμα
πρό-φραγμα, τό, ein vorn od. vor einem anderen eingeschlossener, umzäunter oder befestigter Ort; Schutzwehr
См. также в других словарях:
φράγμα — fence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράγμα — το, ΝΜΑ, και φάργμα και φάρχμα Α φράχτης, περίφραξη νεοελλ. 1. φραγμός, εμπόδιο 2. κατασκευή για παρεμπόδιση τής ροής τού νερού, για μεταβολή τού ρου ρεόντων υδάτων ή για τη δημιουργία ταμιευτήρων, υδροφράκτης, υδατοφράκτης 3. φρ. α) «φράγμα… … Dictionary of Greek
φράγμα — το, ατος 1. καθετί που φράζει, φράχτης, φραγή, φραγμός. 2. (φυσ.), σύνολο από πυκνές, λεπτές, παράλληλες, ευθείες χαραγές σε γυάλινο ή μεταλλικό κάτοπτρο, που απέχουν το ίδιο μεταξύ τους και που δημιουργούν περίθλαση του φωτός. 3. τεχνικό έργο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουστικό φράγμα — Ομάδα αντικειμένων, π.χ. ράβδοι ίσου μεγέθους, που είναι τοποθετημένα στη σειρά κατά τέτοιο τρόπο ώστε η απόσταση μεταξύ τους να είναι σταθερή. Το α.φ. έχει ανάλογες ιδιότητες με το οπτικό φράγμα περίθλασης. Όταν ένα ηχητικό κύμα πέσει πάνω στο… … Dictionary of Greek
Καστρακίου, φράγμα — Υδροηλεκτρικός σταθμός της ΔΕΗ στον Αχελώο, λίγο βορειότερα του σταθμού των Κρεμαστών. Η τεχνητή λίμνη, που σχηματίστηκε με φράγμα ύψους 95 μ. και όγκου περίπου 5.000.000 κ.μ., κινεί τους υδροστρόβιλους. Το έργο κατασκευάστηκε από Έλληνες… … Dictionary of Greek
Μέγα Κοραλλιογενές Φράγμα — Βλ. λ. Αυστραλία … Dictionary of Greek
φραγμάτων — φράγμα fence neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράγμασιν — φράγμα fence neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράγματα — φράγμα fence neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράγματι — φράγμα fence neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράγματος — φράγμα fence neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)