-
1 κραταίπεδος
κρᾰταί-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίπεδος
-
2 κραταίπεδος
κραταί-πεδος ( πέδον): with strong ( hard) footing or surface, Od. 23.46†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κραταίπεδος
-
3 κραταιπεδος
См. также в других словарях:
κραταίπεδος — κραταίπεδος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek