-
1 ἔμπυρα
ἔμπῠρα (τά)1 burnt sacrificesΟὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.3
αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ (= Ἡρακλεῖ) I. 4.63 -
2 έμπυρα
-
3 ἔμπυρα
-
4 ἔμπυρος
A in, on or by the fire, σκεύη ἔ. implements used at the fire, opp. ἄπυρα, Pl.Lg. 679a; ἡ ἔ. τέχνη the work of the forge, smith's art, Id.Prt. 321e (but in E.Ph. 954, the art of divining by fire, soothsaying trade (v. infr. 111));Χειρώνακτες Ael.NA2.31
.II exposed to fire or sun, burnt, scathed, ; roasted,σάρξ AP6.89
(Maec.); fiery hot, torrid,Χώρα Str.16.1.10
;ἀήρ Thphr. CP1.13.5
; [ ἡ ὥρα] - ωτάτη ib.4; feverish, Hp.Morb.2.40 (v.l. ἐμπύρετος); λοιμοί LXXAm.4.2
; inflammatory, of a bite, Arist.Mir. 846b16; heated, of a cautery iron, PMed.Lond.155.3.2.2 burning, scorching,ἠέλιος AP9.24
(Leon.): metaph. of persons, fiery, Plu.Num.5. Adv.-ως, ἐρᾶν Poll.3.68
.2 as Subst., ἔμπυρα (sc. ἱερά), τά, burnt sacrifices, opp. ἄπυρα, Pi.O.8.3, cf. A.Ch. 485 (prob.); δι' ἐμπύρων σπονδὰς καθεῖναι to make libations at the burnt-offerings, E. IA59 (hence ἔμπυρα are improperly used for σπονδαί, S.El. 405); κατάρας ἐπὶ ἐμπύρων ποιεῖσθαι swear upon the sacrifice, Plb.16.31.7, cf. App.Hisp.9; esp. of burnt-offerings as used for purposes of divination (v. supr.1), S.Ant. 1005;εἰς ἔμπυρ' ἦλθε E.IT16
; alsoἐμπύρους ἀκμάς Id.Ph. 1255
;ἔμπυρα σήματ' ἰδέσθαι A.R.1.145
: rarely sg., ἔμπυρον, τό, PMag.Osl.1.69, dub. sens. in PCair.Zen.14.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπυρος
-
5 έμπυρ'
-
6 ἔμπυρ'
-
7 αὐξανω
αὐξᾰνω, αὔξω (αὐξάνοι. αὔξεις, -ει, -ομεν; αὔξῃς; αὔξων, -οντες: med. αὔξεται, -οντ(αι); αὐξομέναν. cf. ἀέξω)a increase — δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι fr. 153. met.,ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3
αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς i. e. make great the sacrifice of burnt offerings to I. 4.62b met., exalt, make to prosperτὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα, λαοτρόφον O. 5.4
αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν λόγον φέρεις P. 8.38
ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.71
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων N. 3.58
τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.32
ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (Hartung: αὔξων ἀστῶν codd.) I. 7.29c med., grow, riseεἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν O. 7.62
met.,ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.93
γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
αὔξεται δ' ἀρετὰ (codd.: αὔξηται metr. gr. Turyn: ἀίσσει e fine versus huc transtulit Fel. Vogt, qui αὔξεται delevit) N. 8.40νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.48
ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ i. e. arise fr. 133. 5.d frag. ]αὔξεις[ Παρθ. 2.. ]αὐξᾳνε[ (Snell: αὐξουη[ G-H.) fr. 140a. 79 (53). -
8 αὔξω
αὐξᾰνω, αὔξω (αὐξάνοι. αὔξεις, -ει, -ομεν; αὔξῃς; αὔξων, -οντες: med. αὔξεται, -οντ(αι); αὐξομέναν. cf. ἀέξω)a increase — δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι fr. 153. met.,ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3
αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς i. e. make great the sacrifice of burnt offerings to I. 4.62b met., exalt, make to prosperτὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα, λαοτρόφον O. 5.4
αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν λόγον φέρεις P. 8.38
ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.71
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων N. 3.58
τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.32
ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (Hartung: αὔξων ἀστῶν codd.) I. 7.29c med., grow, riseεἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν O. 7.62
met.,ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.93
γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
αὔξεται δ' ἀρετὰ (codd.: αὔξηται metr. gr. Turyn: ἀίσσει e fine versus huc transtulit Fel. Vogt, qui αὔξεται delevit) N. 8.40νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.48
ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ i. e. arise fr. 133. 5.d frag. ]αὔξεις[ Παρθ. 2.. ]αὐξᾳνε[ (Snell: αὐξουη[ G-H.) fr. 140a. 79 (53). -
9 βωμός
βωμός (-ός, -οῖο, -ῷ, -όν; -ῶν, -οῖς, -ούς)1 altar τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ. i. e. the altar of Zeus at Olympia) O. 1.93 πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων (sc. Ζηνί. at Olympia) O. 3.19 βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν (sc. Ψαῦμις) ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις at Olympia O. 5.5 εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ (the Iamidai were hereditary priests of the oracle of Olympian Zeus: δἰ ἐμπύρων ἐν Ἤλιδι Ἰαμίδαι ἐμαντεύοντο. Σ.) O. 6.5 cf. Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (sc. Ἴαμον Ἀπόλλων) O. 6.70 ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα i. e. to Athene in Rhodes O. 7.42 Αἶαν, τεόν τἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν at Opous O. 9.112 Διός, ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος βωμῳἑξάριθμον ἐκτίσσατο (βωμῷ, -ῶν codd. contra metr.) O. 10.25τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βώμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101
ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιμάξατο (of Athene at Korinth: a ref. to ἐγκοίμησις) O. 13.75 κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ at Korinth O. 13.82 μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ the altar of Zeus on Mt. Lykaion O. 13.108 ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ an altar to Poseidon on the Black Sea P. 4.206 πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (sc. Αἰακίδαι at Aigina) N. 5.10 τῷ μὲν (sc. Ἡρακλεῖ) Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων (the altar to the eight children of Herakles by Megara. v. νεόδματος) I. 4.62 ]καὶ θυοε[ντα ] βωμὸν[ Pae. 3.9
γέρονθ' ὅτι Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐπενθορόντα (= Διὸς ἑρκείου βωμόν) Πα.. 11. βω[μο (supp. Zuntz) Πα. 13. 1. θεῶν ἐπὶ βωμοῖς (haec verba praebet Plutarchi citatio, consol. ad Apoll. 35; desunt in Π.) Θρ.. 1. ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο (sc. Ἡρακλέης) ἄνακτι βωμὸν πατρί τε Κρονίῳ fr. 140a. 64 (38). ] ωβωμ[ P. Oxy. 2442. fr. 104. -
10 θνᾴσκω
θνᾴσκω (θνᾴσκει, -ομεν; θνᾴσκοντι, -όντων: aor. θᾰνεν; θᾰνών, -όντος, -όντ(α), -όντων, -όντεσσιν; θᾰνεῖν, θᾰνέμεν: pf. τεθνᾰότ(α), τε̆θνᾶκότων; τε̆θνᾰμεν.)1 dieθανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα O. 1.82
θανόντων ἀπάλαμνοι φρένες O. 2.57
ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77
βρότεα σώμαθ' ᾆ κατάγει κοίλαν πρὸς ἄγυιαν θνᾳσκόντων O. 9.35
πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον θνᾴσκοντι στυγερώτατος O. 10.90
θέσφατον ἦν Πελίαν ἐξ ἀγαυῶν Αἰολιδᾶν θανέμεν P. 4.72
“ φαντὶ θανεῖν Ἰφιμεδείας παῖδας” P. 4.88πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών P. 5.93
“ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦ” P. 8.53θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31
τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.32
κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαιπτοίμαν, θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.36
καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν N. 10.74
αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς I. 4.63
θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες I. 7.42
“ υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ” I. 8.36τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ Δαγγερ;ἔλιπον I. 8.56
κεἴ μοι τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. ]α θανοντο[ Θρ. 5.a. 10. θανόντων δὲ καὶ φίλοι προδόται (Bergk: λόγοι φίλοι codd.) fr. 160. γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [[βρεϝεμαξρ] χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (supp. Lobel: sc. κρέσσον, simm.) fr. 169. 16. met. of things, die away, subside, πῆμαθνᾴσκει παλίγκοτον δαμασθέν O. 2.19
θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον fr. 121. 4. in tmesis, ἀπὸ καὶ θανών (v. ἀποθνᾴσκω) I. 7.30 -
11 Μεγάρα
Μεγᾰρα daughter of Kreon of Thebes, wife of Herakles1αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς I. 4.64
-
12 πορσύνω
a provide “ κοὔ με πονεῖ τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' ἄγαν” P. 4.151 -
13 χαλκοάρας
χαλκοᾰρᾱς (v. Leumann, Hom. Wörter, 66.)1 bronze armed αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων (v. Wil., Herakles, 1. 81—2) I. 4.63καὶ στράταρχον Αἰθιόπων ἄφοβον Μέμνονα χαλκοάραν I. 5.41
χα]λκοᾳρ[α (supp. Lobel) P. Oxy. 2445, fr. 32. -
14 αὐξάνω
αὐξάνω Pi.Fr. 153, Hdt.7.16.ά, A.Pers. 756, E.Supp. 233, Fr.362.28, Pl.Ti. 41d:—also [full] αὔξω (poet. ἀέξω, q.v.) Thgn.823, Pi.O.5.4, Emp.37, S.Tr. 117 (lyr.), Ar.Ach. 227, X.Smp.7.4, Pl.R. 573a, D. 3.26, etc. (so [dialect] Att. Inscrr. and Ptolemaic Pap.; both forms in NT): [tense] impf. ηὔξανον only Ps.-E.Fr.1132.25;Aηὖξον Hdt.9.31
, etc.: [tense] fut.αὐξήσω Th.6.40
, etc. ( αὐξανῶ only in LXX Ge.17.6, al.): [tense] aor. Iηὔξησα Sol. 11
, X.HG7.1.24: [tense] pf. , X.Hier.2.15:—[voice] Pass.,αὐξάνομαι Hdt.2.14
, E.Med. 918, Ar.Av. 1065, Isoc.4.104, Pl.Phd. 96c, D. 18.161;αὔξομαι Emp.26.2
, Ar.Ach. 227, Pl.R. 328d, etc., [tense] impf. , Hdt.3.39 (v.l. αὔξετο): [tense] pf. , Pl.R. 371e, [dialect] Ion.αὔξ- Hdt.1.58
: [tense] plpf.ηὔξητο Id.5.78
: [tense] aor.ηὐξήθην Th.1.89
, Pl.Prt. 327c: [tense] fut.αὐξηθήσομαι D.56.48
;αὐξήσομαι X.Cyr.6.1.12
, Pl.R. 497a:—increase, not in Hom. (only ἀέξω), Pi.Fr. 153, etc.;ὕβριν αὐ. Hdt.7.16
.ά; ὄλβον A.Pers. 756
; opp. ἰσχναίνειν, Pl.Plt. 293b;εἰς ἄπειρον αὐ. τι Id.Lg. 910b
;ἐπὶ τὸ ἔσχατον Id.R. 573a
; , etc.2 increase in power, strengthen, αὐ. τὰ Ἑλλήνων increase their power, Hdt.8.30;νόμοισιν αὐ. πόλιν S.Ant. 191
, cf. X.Mem.3.7.2; exalt by one's deeds, glorify, πόλιν, πάτραν, Pi.O.5.4, P.8.38, cf. IG22.834, etc.; exalt by praise, extol,ἐπαινεῖν καὶ αὔξειν τινά Pl.Ly. 206a
; σέ γε.. καὶ τροφὸν καὶ ματέρ' αὔξειν honour thee as.., S.OT 1092 (lyr.); of an orator, amplify, exaggerate,αὔξειν καὶ μειοῦν Arist.Rh. 1403a17
.3 with an Adj., τρέφειν καὶ αὐ. τινὰ μέγαν bring up to manhood, Pl.R. 565c;μείζω πόλιν αὐ. E.IA 572
(lyr.);τὸν ὄγκον.. ἄπειρον αὐξήσει Pl.R. 591d
.5 in Logic, = καταπυκνόω (q. v.), Arist.APo. 79a30, al.; but ὁ αὐξόμενος λόγος, name of a fallacy, Plu.Thes.23, 2.559b.II [voice] Pass., grow, increase, in size, number, strength, power, etc., Hes.Th. 493, Pi.P.8.93, D.61.5, etc.; αὐ. ἐς πλῆθος, ἐς ὕψος, Hdt.1.58, 2.14; of a child, grow up, Id.5.92.έ; ἐν γὰρ τοῖς πόνοισιν αὔξεται, of Theseus, E.Supp. 323; ηὐξανόμην ἀκούων I grew taller as I heard, Ar.V. 638; of the wind, rise, Hdt.7.188; .2 with an Adj., αὔξεσθαι μέγας wax great, grow up, E.Ba. 183;αὐ. μείζων A.Supp. 338
, Pl.Lg. 681a;αὐ. ἐλλόγιμος Id.Prt. 327c
;μέγας ἐκ μικροῦ.. ηὔξηται D.9.21
.III later, [voice] Act. intr., like [voice] Pass.,ἡ σελήνη αὐξάνει Arist. APo. 78b6
, cf. HA 620a21, Aristeas 208, D.S.4.64, Ep.Col.2.19, D. Chr.4.128, D.C.48.52, etc. -
15 ἐμπυροσκόπος
ἐμπῠρο-σκόπος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπυροσκόπος
См. также в других словарях:
ἔμπυρα — ἔμπυρος in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Емпирии — (Έμπυρα) огненные жертвы у древних греков, по горению которых гадали; это гадание называлось емпиромантией; гадающие наблюдали, медленно или скоро горят куски жертвы, поднимается ли дым кверху или стелется понизу. Особое внимание обращали на… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Емпирии — (Έμπυρα) огненные жертвы у древних греков, по горению которых гадали; это гадание называлось емпиромантией; гадающие наблюдали, медленно или скоро горят куски жертвы, поднимается ли дым кверху или стелется понизу. Особое внимание обращали на… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἔμπυρ' — ἔμπυρα , ἔμπυρος in neut nom/voc/acc pl ἔμπυρε , ἔμπυρος in masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… … Dictionary of Greek
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
εμπυρισχησίφως — ἐμπυρισχησίφως, ο (Α) αυτός που παίρνει φως ή φωτιά από τα έμπυρα … Dictionary of Greek
εμπυρομαντεία — η εμπυρεία, μαντεία που γίνεται με έμπυρα, με θυσιαζόμενα πάνω στον βωμό σφάγια … Dictionary of Greek
εμπυροσκόπος — ο (AM ἐμπυροσκόπος) αυτός που μαντεύει παρατηρώντας τα έμπυρα … Dictionary of Greek