Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔλ-λεσχος

См. также в других словарях:

  • πρόλεσχος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο έτοιμος για φλυαρία, ο πρόθυμος για κουβέντα («καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λεσχος (< λέσχη «λόγος, φλυαρία»), πρβλ. ἔλ λεσχος] …   Dictionary of Greek

  • αστερόλεσχος — ἀστερόλεσχος, ο (Μ) αυτός που φλυαρεί για τ αστέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + λεσχος < λέσχη «συζήτηση, φλυαρία, κουτσομπολιό»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»