Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀδολέσχης

См. также в других словарях:

  • αδολέσχης — ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, ον) φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς αρχ. οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ως β συνθ. τής λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α συνθ. τής λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • ἀδολέσχης — ἀ̱δολέσχης , ἀδολέσχης prater masc nom sg ἀ̱δολέσχης , ἀδολεσχέω talk idly imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱δολέσχης , ἀδολεσχέω talk idly imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδολέσχαι — ἀ̱δολέσχαι , ἀδολέσχης prater masc nom/voc pl ἀ̱δολέσχᾱͅ , ἀδολέσχης prater masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδολέσχας — ἀ̱δολέσχᾱς , ἀδολέσχης prater masc acc pl ἀ̱δολέσχᾱς , ἀδολέσχης prater masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδολέσχου — ἀδόλεσχος masc/fem/neut gen sg ἀ̱δολέσχου , ἀδολέσχης prater masc gen sg ἀ̱δολέσχου , ἀδολέσχης prater masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδολεσχία — η (Α ἀδολεσχία) [ἀδολέσχης] πολυλογία, περιττολογία, ακατάσχετη και απερίσκεπτη φλυαρία («ἀδολεσχία ἐστὶ διήγησις λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων», Θεόφρ. Χαρακτήρες 3) αρχ. 1. οξύνεια, λεπτότητα σκέψεως, λεπτολογία, πανουργία 2. συνομιλία, ομιλία …   Dictionary of Greek

  • αδολεσχικός — ἀδολεσχικός, ή, όν (Α) [ἀδολέσχης] 1. αυτός που αρέσκεται να φλυαρεί 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδολεσχικόν η φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • αδολεσχώ — ἀδολεσχῶ ( έω) (AM) λέω ανοησίες, φλυαρώ με απερισκεψία μσν. αστειεύομαι, χωρατεύω αρχ. 1. μιλώ, διαλέγομαι 2. διαλογίζομαι, ρεμβάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδολέσχης. ΠΑΡ. μσν. ἀδολέσχημα] …   Dictionary of Greek

  • αδόλεσχος — ἀδόλεσχος, ον (Α) ο ἀδολέσχης* …   Dictionary of Greek

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

  • συναδόλεσχος — και συναδολέσχης, ὁ, Α αυτός που ανήκει στον ίδιο κύκλο, στην ίδια παρέα με άλλον, σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀδόλεσχος / ἀδολέσχης* «φλύαρος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»