-
1 αδολέσχης
ἀ̱δολέσχης, ἀδολέσχηςprater: masc nom sgἀ̱δολέσχης, ἀδολεσχέωtalk idly: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀ̱δολέσχης, ἀδολεσχέωtalk idly: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
2 ἀδολέσχης
ἀ̱δολέσχης, ἀδολέσχηςprater: masc nom sgἀ̱δολέσχης, ἀδολεσχέωtalk idly: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀ̱δολέσχης, ἀδολεσχέωtalk idly: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
3 ἀδολέσχης
A prater, idle talker, esp. of reputed sophists:Σωκράτην, τὸν πτωχὸν ἀ. Eup.352
, cf. Ar.Nu. 1485;ἢ Πρόδικος ἢ τῶν ἀ. εἷς γέ τις Id.Fr. 490
;ἀ. τις σοφιστής Pl.Plt. 299b
, cf. Tht. 195b, R. 488e: generally, talker, babbler, Thphr.Char.3.2, Arist.EN 1117b35, etc.II in good sense, subtle reasoner, Pl.Cra. 401b. [ᾱ- in Eup. and Ar. ll. c.; cf. ἁδέω, λέσχη.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδολέσχης
-
4 αδολέσχαι
ἀ̱δολέσχαι, ἀδολέσχηςprater: masc nom /voc plἀ̱δολέσχᾱͅ, ἀδολέσχηςprater: masc dat sg (doric aeolic) -
5 ἀδολέσχαι
ἀ̱δολέσχαι, ἀδολέσχηςprater: masc nom /voc plἀ̱δολέσχᾱͅ, ἀδολέσχηςprater: masc dat sg (doric aeolic) -
6 αδολέσχας
ἀ̱δολέσχᾱς, ἀδολέσχηςprater: masc acc plἀ̱δολέσχᾱς, ἀδολέσχηςprater: masc nom sg (epic doric aeolic) -
7 ἀδολέσχας
ἀ̱δολέσχᾱς, ἀδολέσχηςprater: masc acc plἀ̱δολέσχᾱς, ἀδολέσχηςprater: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 αδολέσχου
ἀδόλεσχοςmasc /fem /neut gen sgἀ̱δολέσχου, ἀδολέσχηςprater: masc gen sgἀ̱δολέσχου, ἀδολέσχηςprater: masc gen sg -
9 ἀδολέσχου
ἀδόλεσχοςmasc /fem /neut gen sgἀ̱δολέσχου, ἀδολέσχηςprater: masc gen sgἀ̱δολέσχου, ἀδολέσχηςprater: masc gen sg -
10 αδολεσχών
ἀ̱δολεσχῶν, ἀδολέσχηςprater: masc gen plἀ̱δολεσχῶν, ἀδολεσχέωtalk idly: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
11 ἀδολεσχῶν
ἀ̱δολεσχῶν, ἀδολέσχηςprater: masc gen plἀ̱δολεσχῶν, ἀδολεσχέωtalk idly: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
12 αδολέσχαις
-
13 ἀδολέσχαις
-
14 αδολέσχη
-
15 ἀδολέσχῃ
-
16 αδολέσχην
-
17 ἀδολέσχην
-
18 αδολέσχοις
-
19 ἀδολέσχοις
-
20 αδολέσχους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αδολέσχης — ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, ον) φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς αρχ. οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ως β συνθ. τής λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α συνθ. τής λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης… … Dictionary of Greek
ἀδολέσχης — ἀ̱δολέσχης , ἀδολέσχης prater masc nom sg ἀ̱δολέσχης , ἀδολεσχέω talk idly imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱δολέσχης , ἀδολεσχέω talk idly imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολέσχαι — ἀ̱δολέσχαι , ἀδολέσχης prater masc nom/voc pl ἀ̱δολέσχᾱͅ , ἀδολέσχης prater masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολέσχας — ἀ̱δολέσχᾱς , ἀδολέσχης prater masc acc pl ἀ̱δολέσχᾱς , ἀδολέσχης prater masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολέσχου — ἀδόλεσχος masc/fem/neut gen sg ἀ̱δολέσχου , ἀδολέσχης prater masc gen sg ἀ̱δολέσχου , ἀδολέσχης prater masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδολεσχία — η (Α ἀδολεσχία) [ἀδολέσχης] πολυλογία, περιττολογία, ακατάσχετη και απερίσκεπτη φλυαρία («ἀδολεσχία ἐστὶ διήγησις λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων», Θεόφρ. Χαρακτήρες 3) αρχ. 1. οξύνεια, λεπτότητα σκέψεως, λεπτολογία, πανουργία 2. συνομιλία, ομιλία … Dictionary of Greek
αδολεσχικός — ἀδολεσχικός, ή, όν (Α) [ἀδολέσχης] 1. αυτός που αρέσκεται να φλυαρεί 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδολεσχικόν η φλυαρία … Dictionary of Greek
αδολεσχώ — ἀδολεσχῶ ( έω) (AM) λέω ανοησίες, φλυαρώ με απερισκεψία μσν. αστειεύομαι, χωρατεύω αρχ. 1. μιλώ, διαλέγομαι 2. διαλογίζομαι, ρεμβάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδολέσχης. ΠΑΡ. μσν. ἀδολέσχημα] … Dictionary of Greek
αδόλεσχος — ἀδόλεσχος, ον (Α) ο ἀδολέσχης* … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
συναδόλεσχος — και συναδολέσχης, ὁ, Α αυτός που ανήκει στον ίδιο κύκλο, στην ίδια παρέα με άλλον, σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀδόλεσχος / ἀδολέσχης* «φλύαρος»] … Dictionary of Greek