Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἔλλοπος

См. также в других словарях:

  • ἔλλοπος — masc nom sg ἔλλοψ dumb masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλλοπος — ο βλ. έλλοψ …   Dictionary of Greek

  • ἐλλόπους — ἔλλοπος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλόπων — ἔλλοπος masc gen pl ἔλλοψ dumb masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλλοψ — ἔλλοψ, ο, η και ἔλλοπος και ἐλλός, ο (Α) 1. (ως επίθ. τών ψαριών) άφωνος («ἔλλοπας ιχθῡς») 2. ως ουσ. α) οποιοδήποτε ψάρι β) ονομασία ψαριού γ) φίδι …   Dictionary of Greek

  • ἔλλοπ' — ἔλλοπε , ἔλλοπος masc voc sg ἔλλοπα , ἔλλοψ dumb masc/fem acc sg ἔλλοπι , ἔλλοψ dumb masc/fem dat sg ἔλλοπε , ἔλλοψ dumb masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»