Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἔλασσον

См. также в других словарях:

  • ἐλάσσον — ἐλαύνω drive fut part act masc voc sg (epic) ἐλαύνω drive fut part act neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάσσον' — ἐλάσσονα , ἐλάσσων smaller neut nom/voc/acc comp pl ἐλάσσονα , ἐλάσσων smaller masc/fem acc comp sg ἐλάσσονι , ἐλάσσων smaller dat comp sg ἐλάσσονε , ἐλάσσων smaller nom/voc/acc comp dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλασσον — ἐλάσσων smaller masc/fem voc comp sg ἐλάσσων smaller neut nom/voc/acc comp sg ἐλαύνω drive aor imperat act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὔλασσον — ἔλασσον , ἐλάσσων smaller masc/fem voc comp sg ἔλασσον , ἐλάσσων smaller neut nom/voc/acc comp sg ἔλασσον , ἐλαύνω drive aor imperat act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάττον — ἐλάσσον , ἐλαύνω drive fut part act masc voc sg (epic) ἐλάσσον , ἐλαύνω drive fut part act neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπελάσσων — έλασσον, Α λίγο μικρότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐλάσσων «μικρότερος»] …   Dictionary of Greek

  • τοὔλαττον — ἔλαττον , ἐλάσσων smaller masc/fem voc comp sg (attic) ἔλαττον , ἐλάσσων smaller neut nom/voc/acc comp sg (attic) ἔλασσον , ἐλάσσων smaller masc/fem voc comp sg ἔλασσον , ἐλάσσων smaller neut nom/voc/acc comp sg ἔλασσον , ἐλαύνω drive aor imperat …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • Μπρίκνερ, Γιόζεφ Άντον — (Joseph Anton Bruckner, Ανσφέλντεν 1824 – Βιέννη 1896). Αυστριακός συνθέτης. Άρχισε, σύμφωνα με τις προσδοκίες και την παράδοση της οικογενείας του, σπουδές για να γίνει δάσκαλος στοιχειώδους εκπαίδευσης, τελικά όμως αφιερώθηκε στη μουσική,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»