Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔκτισις

См. также в других словарях:

  • ἔκτισις — ἔκτεισις payment in full fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκτεισις — ἔκτεισις, η (Α) διάφορ. τ. τού έκτισις*, σε επιγραφές και παπύρους …   Dictionary of Greek

  • έκτιση — και έκτειση, η (Α ἔκτισις και ἔκτεισις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτίνω 1. απότιση, πληρωμή, εξόφληση 2. αρχ. ανταπόδοση, ανταμοιβή, εκδίκηση …   Dictionary of Greek

  • παρέκτισις — ίσεως, ἡ, Μ εξιλέωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔκτισις «απότιση, πληρωμή»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»