-
1 εκτισις
- εως ἥ1) уплата, выплата(χρημάτων Plat.)
πρὸς τέν ἔκτισιν εἱρκθείς Plut. — посаженный в тюрьму за неуплату долгов;ἔκτισιν ποιεῖσθαι Dem. = ἐκτίνειν;οὐκ οὔσης ἐκτίσεως Arst. — за неимением средств для уплаты2) возмещение(βλάβης Plat.; κλεμμάτων Dem.)
-
2 έκτισις
-
3 ἔκτισις
-
4 ἔκτισις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκτισις
-
5 ἔκτισις
-
6 κλέμμα
κλέμμα, τό, das heimlich Entwendete, Gestohlene, der Diebstahl, Eur. Hec. 618; τὸ κλ. ἐκτίσας διπλοῦν Plat. Legg. IX, 857 b, wie ἔκτισις κλεμμάτων Dem. 24, 113; Thuc. 5, 9; Aesch. 3, 100. – Uebh. versteckte, listige Handlung, List, Betrug, Dem. 18, 31. – Auch heimliche Liebeshändel heißen κλέμματα, Rufin. 1 (V, 18); vgl. Ael. N. A. 1, 2.
-
7 ἔκτεισις
A payment in full, IG5(2).6.37 (Tegea, iv B. C.), SIG279.17 (iv B. C.), PCair.Zen.1.18,44 (iii B.C.), PPetr.3p.160 (iii B. C.), etc.; (pl.) ;ἔ. δεκαπλασία Din.2.17
;ἡ ἔ. ἦν ἐπὶ τῆς ἐνάτης πρυτανείας And.1.73
;προικός D.40.56
; ἔ. ποιεῖσθαι,=ἐκτίνειν, Id.27.67 ;ἔγγυος εἰς ἔκτεισιν PHib.1.94
(iii B. C.), etc.; ἔ. δίκης, προστίμου, Iamb.Myst.4.5, PLond.1.113 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκτεισις
См. также в других словарях:
ἔκτισις — ἔκτεισις payment in full fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκτεισις — ἔκτεισις, η (Α) διάφορ. τ. τού έκτισις*, σε επιγραφές και παπύρους … Dictionary of Greek
έκτιση — και έκτειση, η (Α ἔκτισις και ἔκτεισις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτίνω 1. απότιση, πληρωμή, εξόφληση 2. αρχ. ανταπόδοση, ανταμοιβή, εκδίκηση … Dictionary of Greek
παρέκτισις — ίσεως, ἡ, Μ εξιλέωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔκτισις «απότιση, πληρωμή»] … Dictionary of Greek