-
1 έκτεισμα
-
2 ἔκτεισμα
-
3 ἔκτεισμα
A payment, IG11(2).144A20 (Delos, iv B. C.), 162A41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκτεισμα
-
4 δεκαπλάσιος
A tenfold, Hp.VM16 ;δ. τὸ ἔκτεισμα τοῦ ἀδικήματος ἐκτίνειν Pl.R. 615b
: c. gen., ten times greater than, Plb.21.22.15; τὴν δεκαπλασίαν (sc. τιμήν) καταδικάζειν mulct in ten times the amount, Lexap.D.24.105 (dub.); δ. ὑφῃρῆσθαι rob the state of a tenfold penalty, D.24.82. Adv. [suff] δεκᾰ-ως Hp.VM6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαπλάσιος
-
5 ἔκτισις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκτισις
См. также в других словарях:
έκτεισμα — ἔκτεισμα, το (Α) διάφορ. τ. τού ἔκτισμα*, σε επιγραφές … Dictionary of Greek
ἔκτεισμα — payment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκτισμα — ἔκτισμα και ἔκτεισμα, το (Α) αυτό που πληρώνεται ως ποινή, το πρόστιμο («τὸ δὲ ἔκτισμα αὐτὸς αὐτῷ κομιζέσθω κατὰ τὸν νόμον», Πλάτ.) … Dictionary of Greek