-
1 έκρηγμα
-
2 ἔκρηγμα
-
3 ἔκρηγμα
2 broken bed of a torrent, ravine, Plb.12.20.4.3 eruption, bedsore, Hp.Epid.7.7 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκρηγμα
-
4 ἔκρηγμα
-ατος τό N 3 0-0-1-0-0=1 Ez 30,16rupture, bursting -
5 εκρήγμασι
-
6 ἐκρήγμασι
-
7 εκρήγμασιν
-
8 ἐκρήγμασιν
-
9 εκρήγματα
-
10 ἐκρήγματα
-
11 εκρήγματος
-
12 ἐκρήγματος
-
13 ἔκχρημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκχρημα
См. также в других словарях:
έκρηγμα — ἔκρηγμα, το (Α) 1. απόσχισμα από κάτι 2. χαράδρα 3. ορμητική εκροή 4. υδρορρόη, καταρράχτης 5. ιατρ. φλύκταινα, εξάνθημα … Dictionary of Greek
ἔκρηγμα — piece torn off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρήγμασι — ἔκρηγμα piece torn off neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρήγμασιν — ἔκρηγμα piece torn off neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρήγματα — ἔκρηγμα piece torn off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρήγματος — ἔκρηγμα piece torn off neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματόεις — εσσα, εν, Α (κατά τον Ησύχ.) «φλεγματόεν ἔκρηγμα, τὸ τῆς φλογὸς ἔκρηγμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα, ατος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
СИРБОНИДСКОЕ ОЗЕРО — • Σιρβωνίδος λίμνη или η̉ Σιρβωνὶς и Σερβωνὶς, в Нижнем Египте, простирается на восток от Герры на протяжении 200 стадий, приблизительно до Риноколуры, вдоль Средиземного моря, с которым соединяется истоком ( έκρηγμα). Оно было… … Реальный словарь классических древностей
υφαλέκρηγμα — το, Ν καθένας από τους πλώιμους πόρους που διακόπτουν τη συνέχεια υφαλοταινίας ή βρίσκονται μεταξύ ερμάτων αποτελώντας κίνδυνο για τα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + έκρηγμα] … Dictionary of Greek