-
1 εκπωμα
-
2 εκπωμα(σ)τήρ
(-ήρος) ο, εκπώμαστρον τό см. εκπωματιστήρ -
3 εκπωμα(σ)τήρ
(-ήρος) ο, εκπώμαστρον τό см. εκπωματιστήρ -
4 εκπομα
-
5 αυτοξυλος
-
6 διασμηχω
протирать, чистить(ἁλσὴν διασμηχθείς Arph.; τὸ ἔκπωμα ἐκτέτριπται καὴ διέσμηκται Plut.)
-
7 ευληπτως
так что легко взять, т.е. удобным для принимающего образомτὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα τῷ μέλλοντι πίνειν ἐνδιδόναι Xen. — подавать тому, кто должен пить, чашу таким образом, чтобы ему в высшей степени удобно было принять ее
-
8 κλυζω
(fut. κλύσω с ῠ - эп. κλύσσω, эп. impf. iterat. κλύζεσκον)1) ( о волнах) плескать, бить, ударять, окатывать(τινὰ κατὰ κρατός HH.)
κύμασι κλύζεσθαι Hom. — плескаться в волнах;ἐκλύσθη θάλασσα ποτὴ κλισίας Hom. — море взбурлило до (самых прибрежных) палаток;κλύζεται ἥ Ἰαπυγία τῷ Σικελικῷ πελάγει Polyb. — Иапигия омывается Сицилийским морем2) промывать, ополаскивать(τὸ ἔκπωμα Xen.; τοὺς μυκτῆρας οἴνῳ Arst.)
3) мед. промывать, прочищать(τινά Anth.)
4) смывать, удалять(χολέν φαρμάκῳ Soph.; перен. τἀνθρώπων κακά Eur.)
5) покрывать, натирать(κηρῷ Thuc.)
-
9 παναργυρος
См. также в других словарях:
έκπωμα — ἔκπωμα, το (Α) ποτήρι, κύπελλο … Dictionary of Greek
ἔκπωμα — drinking cup neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὔκπωμα — ἔκπωμα , ἔκπωμα drinking cup neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκπωμ' — ἔκπωμα , ἔκπωμα drinking cup neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπωμάτων — ἔκπωμα drinking cup neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπώμασι — ἔκπωμα drinking cup neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπώμασιν — ἔκπωμα drinking cup neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπώματα — ἔκπωμα drinking cup neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπώματι — ἔκπωμα drinking cup neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπώματος — ἔκπωμα drinking cup neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀκπώματ' — ἐκπώματα , ἔκπωμα drinking cup neut nom/voc/acc pl ἐκπώματι , ἔκπωμα drinking cup neut dat sg ἐκπώματε , ἔκπωμα drinking cup neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)