Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἔκπαγλος

См. также в других словарях:

  • ἔκπαγλος — terrible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκπαγλος — η, ο (AM ἔκπαγλος, ον) αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την ομορφιά, τη δύναμη ή άλλο προτέρημα (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει ἔκπαγλος» με εκπληκτική δύναμη γ. «ἐν πόνοις ἔκπαγλος» θαυμαστός για τα κατορθώματά του) αρχ. 1. εκπληκτικός,… …   Dictionary of Greek

  • έκπαγλος — η, ο θαμπωτικός, εκπληκτικός: Έκπαγλη ομορφιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκπαγλότατον — ἔκπαγλος terrible masc acc superl sg ἔκπαγλος terrible neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπάγλως — ἔκπαγλος terrible adverbial ἔκπαγλος terrible masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκπαγλον — ἔκπαγλος terrible masc/fem acc sg ἔκπαγλος terrible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπαγλοτάτοις — ἔκπαγλος terrible masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπαγλότατε — ἔκπαγλος terrible masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπαγλότατος — ἔκπαγλος terrible masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπάγλοις — ἔκπαγλος terrible masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπάγλοισι — ἔκπαγλος terrible masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»