-
1 πύαλος
πύαλος, ὁ, = πύελος, Phryn. p. 136.
-
2 πύελος
πύελος, ἡ (nach Buttm. von πλύνω, für πλύελος, wie ἔκπαγλος von ἐκπλαγῆναι), Trog, Wanne, woraus Gänse fressen, Od. 19, 553; Badewanne, Ar. Equ. 1060; Vesp. 141 πυέλου τρῆμα, der Ort, wo der Ofen die Badestube mit der Badewanne heizte, u. öfter, Pax 843; Pol. 30, 20, 3 u. Luc. Lexiph. 5; vgl. Poll. 7, 168. – Später auch der Sarg, übh. alles wannenartig ausgehöhlte hölzerne Geräth. – Spätere Form war πύαλος, Lob. Phryn. 309. – [Υ ist bei Hom. u. den En. lang, bei Ar. u. den Attikern kurz.]
См. также в других словарях:
πύαλος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύαλος — ὁ, Α βλ. πύελος … Dictionary of Greek
πυάλου — πύαλος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυάλῳ — πύαλος fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύαλον — πύαλος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύελος — η, ΝΑ, και πύαλος Α 1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για στερέωση σφραγιδολίθου, αλλ. πυελίδα 2. κολυμπήθρα για βάπτιση νεοελλ. 1. ανατ. σύνολο τεσσάρων οστών που αποτελούν το κατώτερο τμήμα τού κορμού, στο οποίο χρησιμεύουν ως βάση και προσφέρουν… … Dictionary of Greek
ευέκβατος — εὐέκβατος, ον (Α) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να βγει εύκολα («εὐέκβατος πύαλος», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκ βατός (< εκ βαίνω)] … Dictionary of Greek
πταλόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐφ ᾧ ἡ σταφυλὴ πατεῑται». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί πύαλον (πρβλ. πύελος / πύαλος «επιμήκης σκάφη, λέβης, σαρκοφάγος»)] … Dictionary of Greek
πυαλίτης — ὁ, Α [πύελος / πύαλος] βολή τών κύβων, είδος ριξιάς τών κύβων … Dictionary of Greek
πυελίδα — η / πυελίς, ίδος, ΝΑ, και πυαλίς, ίδος, Α 1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για τη στερέωση σφραγιδολίθου 2. κόγχη οφθαλμού νεοελλ. η νεφρική πύελος αρχ. 1. υποδοχή άξονα 2. κάλυκας άνθους 3. (στον τ. πυαλίς) α) σαρκοφάγος, λάρνακα β) δεξαμενή. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek