-
1 εκδικος
I21) беззаконный, нечестивый(ἀνήρ Soph., Eur.)
ἔκδικα πάσχειν Aesch. — незаслуженно страдать2) несущий возмездие, карающий, мстящий(χρονος Anth.)
αἱ Ἰβύκου ἔκδικοι (sc. γέρανοι) Plut. — отмстившие за Ивика журавлиIIὅ (= σύνδικος См. συνδικος, лат. cognitor civitatis) юр. экдик, представитель государственных интересов, прокурор Cic., Plin.J. -
2 ἔκδικος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔκδικος
-
3 έκδικος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > έκδικος
-
4 ἔκδικος
мститель, несущий возмездие.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔκδικος
-
5 ἔκδικος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔκδικος
-
6 1558
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1558
См. также в других словарях:
Ἔκδικος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκδικος — lawless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκδικος — ο (AM ἔκδικος, ον) 1. εκδικητής, εκδικητικός, τιμωρός 2. υπερασπιστής 3. αξιωματούχος τής εκκλησίας εξουσιοδοτημένος για την υπεράσπιση τών συμφερόντων τής Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων αρχ. 1. παράνομος, άδικος 2. νόμιμος αντιπρόσωπος,… … Dictionary of Greek
Άβιτος, Σέξτος Άλκιμος Έκδικος — (450 – 518 μ.Χ.).Επίσκοπος Βιέννης, άγιος της Καθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, ήταν μορφωμένος, ενάρετος και ανέπτυξε πλούσια αποστολική και συγγραφική δράση. Καταπολέμησε με ιδιαίτερη επιτυχία τις διάφορες αρειανικές … Dictionary of Greek
ἐκδίκως — ἔκδικος lawless adverbial ἔκδικος lawless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκδικον — ἔκδικος lawless masc/fem acc sg ἔκδικος lawless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭКДИК — • Έκδικος, государственный адвокат, который должен был блюсти интересы государства и выступал преимущественно в делах фиска как адвокат и обинитель во имя государства; называется также cognitor civitatis. Cic. ad. fam. 13, 56. Plin.… … Реальный словарь классических древностей
ἐκδικώτατοι — ἔκδικος lawless masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκδίκοις — Ἔκδικος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδίκοις — ἔκδικος lawless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκδίκου — Ἔκδικος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)