-
1 εκγονος
ἔκγονοι παῖδές τ΄ ἐκγόνων Plat. — потомки и дети потомков
-
2 ἔκγονος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔκγονος
-
3 έκγονος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > έκγονος
-
4 ἔκγονος
потомок, дитя, внук.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔκγονος
-
5 ἔκγονος
ὁ ἔκ|γονος потомок (ср. ἔγγονος внук) -
6 εκγενετης
-
7 απεκγονος
-
8 1549
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1549
См. также в других словарях:
ἔκγονος — born of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκγονος — ο (AM ἔκγονος, ον και ἔκγονος, η, ον) 1. απόγονος 2. ο εγγονός αρχ. 1. ως ουσ. τέκνο, παιδί κάποιου, γιος ή κόρη («Τυδέος ἔκγονός ἐσσι») 2. φρ. α) «ἔκγονοι ἐκγόνων» παιδιά τών παιδιών, εγγόνια β) αυτός που προέρχεται, προκαλείται από κάπου… … Dictionary of Greek
ἐκγόνω — ἔκγονος born of masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔκγονος born of masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκγονον — ἔκγονος born of masc/fem acc sg ἔκγονος born of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγόνοις — ἔκγονος born of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγόνοισι — ἔκγονος born of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγόνοισιν — ἔκγονος born of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγόνου — ἔκγονος born of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγόνους — ἔκγονος born of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγόνων — ἔκγονος born of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγόνῳ — ἔκγονος born of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)