Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔκβολος

См. также в других словарях:

  • έκβολος — ἔκβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχτηκε έξω ή μακριά, ο απόβλητος 2. μάταιος, ανίσχυρος, άχρηστος 3. ξεχωρισμένος 4. διωγμένος 5. το ουδ. ως ουσ. το ἔκβολον α) απόρριμμα, απόβλημα β) στον πληθ. «ναὸς ἔκβολα» τα λείψανα ναυαγισμένου πλοίου που… …   Dictionary of Greek

  • ἔκβολος — thrown out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκβολον — ἔκβολος thrown out masc/fem acc sg ἔκβολος thrown out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβόλοις — ἔκβολος thrown out masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβόλου — ἔκβολος thrown out masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβόλους — ἔκβολος thrown out masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκβολα — ἔκβολος thrown out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκβολοι — ἔκβολος thrown out masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρέκβολος — ον, ΜΑ (για λίθο) αυτός που παράγει φωτιά μσν. 1. μτφ. (για ομιλητή) αυτός τού οποίου οι λόγοι είναι φλογεροί, καυστικοί ή δηκτικοί, όπως οι σπινθήρες τής φωτιάς 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυρέκβολα μηχανές παραγωγής φλόγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ… …   Dictionary of Greek

  • πυρεκβόλος — ο / πυρεκβόλος, ον, ΝΑ αυτός που εκπέμπει ή παράγει φωτιά («πυρεκβόλος λίθος» η τσακμακόπετρα) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρεκβόλο τεμάχιο πυρολίθου και τεμάχιο χάλυβα με την τριβή τών οποίων παράγονται σπινθήρες φωτιάς, αναπτήρας, τσακμάκι αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»