-
1 έκβολος
-
2 ἔκβολος
-
3 ἔκβολος
ἔκβολος, ον (Eur. et al.; Jdth 11:11) pert. to being cast off as unwanted, rejected, excluded ἔσονται ἔκβολοι they will be excluded Hv 3, 5, 5.—S. DELG s.v. βάλλω. M-M. -
4 ἔκβολος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-1=1 Jdt 11,11 -
5 ἔκβολος
ἔκβολ-ος, ον,A thrown out or away, exposed,ἔκβολον οἴκων βρέφος E.Ph. 804
(lyr.) ; rejected,σφόνδυλοι Supp.Epigr.2.569.22
([place name] Didyma) ;ἔ. βροτῶν βίου Luc.Trag.215
.3 cast out, [ ἔφοδος] ὡσανεὶ κόσκινον [ ἀριθμοὺς]ὥσπερ ἐ. ἀποχωρίσει Iamb.in Nic.p.29P.
; τὰ διὰ κοσκίνου ἔ. ib.p.30P.2 ναὸς ἔκβολα seem to be rags cast out from the ship, Id.Hel. 422 ; but,3 in Id.IT 1042 πόντου ἔκβολον an outbreak, a place where the sea has broken in upon the land.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκβολος
-
6 έκβολον
-
7 ἔκβολον
-
8 έκβολα
-
9 ἔκβολα
-
10 έκβολοι
-
11 ἔκβολοι
-
12 εκβόλοις
-
13 ἐκβόλοις
-
14 εκβόλου
-
15 ἐκβόλου
-
16 εκβόλους
-
17 ἐκβόλους
-
18 ἀμπέχω
ἀμπ-έχω (dissimil. fr. ἀμφέχω), Semon. 12 (dub.), A.Pers. 848, S. (v. infr.), later [full] ἀμφέχω AP7.693 (Apollonid.), IG12(3).220 ([place name] Thera), Aret.CA1.4, etc.; [voice] Med.,Aἀμφέχετο A.R.1.324
; also [full] ἀμπ-ίσχω E. Hipp. 192, Supp. 165: [dialect] Ep. [tense] impf.ἄμπεχον Od.6.225
(lateἄμφεχον Q.S. 3.6
, 5.106): [tense] fut. : [tense] aor. 2 , etc.:—[voice] Med.,ἀμπέχομαι Ar.
(v. infr.11.2);ἀμπίσχομαι E.Hel. 422
, [ per.] 3pl.ἀμπισχνοῦνται Ar.Av. 1090
: [tense] impf.ἠμπειχόμην Pl.Phd. 87b
, [dialect] Ep.ἀμφεχόμην A.R.1.324
: [tense] fut.ἀμφέξομαι Pherecr.7
D., Philetaer.19: [tense] aor. 2ἠμπεσχόμην E.Med. 1159
, Ar.Th. 165, [ per.] 2sg. subj. , part.ἀμπισχόμενος Ar.V. 1150
.—The [tense] aor. forms, ἀμπισχεῖν, ἀμπισχών, are sts. falsely written (as if [tense] pres.) ἀμπίσχειν, ἀμπίσχων:I surround, cover, enclose,ἅλμη οἱ νῶτα ἄμπεχεν Od.6.225
; , cf. A.l.c.: metaph., ἀ. τινὰ σμικρότητι invest one with.., Pl.Prt. 320e: abs., σκότος ἀμπίσχων surrounding darkness, E.Hipp. 192; κρυπτὸν ἀμπισχὼν δόρυ, of the wooden horse, Id.Tr.12;τὰ ἀμπέχοντα ὑμένια Aret.SA 2.2
.II put round, esp. put clothes and the like on another, c. dupl. acc.,κρίβανόν μ' ἀμπίσχετε Ar.V. 1153
, cf. Ra. 1063, Lys. 1156: with prep., τοίχοισιν δ' ἔπι ἤμπισχεν.. ὑφάσματα put them all over.., E. Ion 1159: metaph.,ἡ βασιλικὴ τέχνη δούλους καὶ ἐλευθέρους ἀμπίσχουσα Pl.Plt. 311c
.2 [voice] Med., put round oneself, put on, ; wear, ; λευκὸν ἀμπέχει;; do you wear a white cloak? Id.Ach. 1023;χλαίνας οὐκ ἀμπις χνοῦνται Id.Av. 1090
; καλῶς ἠμπίσχετο was well dressed, Id.Th. 165;ἐπ' ἀριστερὰ ἀ. Id.Av. 1567
; ἀμπεχόμενοι with their cloaks on, opp. γυμνοί (cf.γυμνός 1.5
), Pl.Grg. 523c, Arist.Pr. 867a19; ἄνω τοῦ γόνατος ἀ. wear a tunic not reaching to the knee, Philetaer.l.c.; περιττῶς ἀ. to be gorgeously dressed, Plu.Demetr.41: c. dat., clothe or cover one-self with (v. ἔκβολος), E.Hel. 422.
См. также в других словарях:
έκβολος — ἔκβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχτηκε έξω ή μακριά, ο απόβλητος 2. μάταιος, ανίσχυρος, άχρηστος 3. ξεχωρισμένος 4. διωγμένος 5. το ουδ. ως ουσ. το ἔκβολον α) απόρριμμα, απόβλημα β) στον πληθ. «ναὸς ἔκβολα» τα λείψανα ναυαγισμένου πλοίου που… … Dictionary of Greek
ἔκβολος — thrown out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκβολον — ἔκβολος thrown out masc/fem acc sg ἔκβολος thrown out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβόλοις — ἔκβολος thrown out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβόλου — ἔκβολος thrown out masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβόλους — ἔκβολος thrown out masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκβολα — ἔκβολος thrown out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκβολοι — ἔκβολος thrown out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρέκβολος — ον, ΜΑ (για λίθο) αυτός που παράγει φωτιά μσν. 1. μτφ. (για ομιλητή) αυτός τού οποίου οι λόγοι είναι φλογεροί, καυστικοί ή δηκτικοί, όπως οι σπινθήρες τής φωτιάς 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυρέκβολα μηχανές παραγωγής φλόγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ… … Dictionary of Greek
πυρεκβόλος — ο / πυρεκβόλος, ον, ΝΑ αυτός που εκπέμπει ή παράγει φωτιά («πυρεκβόλος λίθος» η τσακμακόπετρα) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρεκβόλο τεμάχιο πυρολίθου και τεμάχιο χάλυβα με την τριβή τών οποίων παράγονται σπινθήρες φωτιάς, αναπτήρας, τσακμάκι αρχ … Dictionary of Greek