-
1 έγχυτος
-
2 ἔγχυτος
-
3 ἔγχυτος
ἔγχῠτος, ον,II ἔγχυτος (sc. πλακοῦς), ὁ, cake cast into a shape, Hippon.37, Men.518.9, Euang.1.7:—also [full] ἐγχῠτοῦς, ὁ, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγχυτος
-
4 εγχυτος
-
5 ἔγχυτος
-
6 έγχυτον
-
7 ἔγχυτον
-
8 ἄμης
ἄμης, ητος, ὁ, eine Art Kuchen, Ar. Plut. 999 ( Schol. εἶδος πλακοῠντος γαλακτώδους, nach Moer. ἔγχυτος πλακοῠς); öfter bei Ath., z. B. aus Antiphan. VI, 262 c; vgl. XIV, 644 c.
-
9 ἐπί-χυτος
-
10 ἔγ-χυτος
-
11 έγχυτα
-
12 ἔγχυτα
-
13 εγχύτοις
-
14 ἐγχύτοις
-
15 εγχύτοισι
-
16 ἐγχύτοισι
-
17 εγχύτους
-
18 ἐγχύτους
-
19 εγχύτω
-
20 ἐγχύτῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έγχυτος — ἔγχυτος, ον (Α) 1. ο χυμένος μέσα σε κάτι 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγχυτος γλύκισμα που χύθηκε σε ένα σχήμα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγχυτον α) έγχυση β) έγχυμα … Dictionary of Greek
ἔγχυτος — poured in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγχυτον — ἔγχυτος poured in masc/fem acc sg ἔγχυτος poured in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχύτοις — ἔγχυτος poured in masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχύτοισι — ἔγχυτος poured in masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχύτους — ἔγχυτος poured in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχύτων — ἔγχυτος poured in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχύτῳ — ἔγχυτος poured in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγχυτα — ἔγχυτος poured in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)