-
1 εγχύτους
-
2 ἐγχύτους
-
3 ἔγχυτος
ἔγχῠτος, ον,II ἔγχυτος (sc. πλακοῦς), ὁ, cake cast into a shape, Hippon.37, Men.518.9, Euang.1.7:—also [full] ἐγχῠτοῦς, ὁ, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγχυτος
См. также в других словарях:
ἐγχύτους — ἔγχυτος poured in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)